Ο προπάππος μου ήταν περιβόητος σαντουριτζής. Εκτός από γάμους και πανυγύρια, τον καλούσαν επίσης να παίξει στις γέννες και στις αρρώστιες. Και ήταν τόσο γλυκό και μαγευτικό το παίξιμό του, που οι τοκετοί καθίσταντο τελείως ανώδυνοι με τη συνοδεία του σαντουριού του, ενώ οι αρρώστιες εγκατέλειπαν άρον άρον τα σακατεμένα σώματα των ετοιμαθανάτων. Ήταν τόσο αποτελεσματικός που είχε παραγκωνίσει σε μεγάλο βαθμό τις μαίες και τους μάγους, οι οποίοι βέβαια τον φθονούσαν και πολύ συχνά με ξόρκια και μαγγανείες επιβουλεύονταν την ζωή του και κατεργάζονταν το κακό του. Αλλά καμιά κατάρα δεν έπιανε στον προπαππού μου, λες και όταν έπαιζε το σαντούρι του, άγγελοι με μακριά σπαθιά συνασπίζονταν γύρω του για να τον προστατέψουν. Φυσικά ο περισσότερος κόσμος στα γύρω χωριά τον αγαπούσε και συναγωνίζοταν ποιος θα τον πρωτοπάρει στο σπίτι του να τον φιλέψει και να τον φιλοξενήσει. Έτσι τον τραβούσαν από δω και από κει, με αποτέλεσμα ο καϋμένος, να βλέπει πολύ λίγο πια την οικογένειά του, αφού σχεδόν ποτέ δεν έμενε στο σπίτι του. Η πρόγιαγιά μου αναθεμάτιζε την ώρα και την στιγμή που τον παντρεύτηκε. Ζήλευε το σαντούρι και πικραινόταν που ο άντρας της έδινε πιο πολλή σημασία σε αυτό, παρά σ' εκείνη και τα παιδιά τους. Παρόλα αυτά ήξερε ότι εξαιτίας του οργάνου τίποτα δεν έλειπε από το σπίτι και ζούσανε άνετα και πλουσιοπάροχα και δίχως να χρειάζεται η ίδια να δουλεύει στα ζώα ή στα χωράφια.
Περνούσαν χρόνια έτσι. Η φήμη του προπάππου μου εξαπλωνόταν σε όλο και περισσότερα μέρη. Οι μάγοι και οι άτιμες ξεδοντιάρες μαίες κάνανε μυστικά συμβούλια για να δουν πως θα τον εξουδετερώσουν, αλλά δεν καταφέρνανε τίποτα. Ο πρόπαππούς μου έπαιζε ασταμάτητα όπου τον καλούσαν. Και τα παιδιά γενιόντουσαν υγειή, οι σοδειές βγαίναν πλούσιες, οι άρρωστοι θεραπεύονταν.
Ώσπου μια μέρα, μια άσχημη τσιγγάνα, νόθο παιδί του αρχιμανδρίτη, και δεξιοτέχνις στα μαγικά έργα που τα είχε διδαχθεί από τον μπαμπά της (ο οποίος, λένε κάποιες πηγές, ότι υπήρξε και εραστής της), βρήκε τη λύση μέσα στο μαύρο συμβούλιο. Κοινοποίησε στους άλλους το σχέδιό της και εισπράττοντας μάλλον μουδιασμένες, αν όχι καχύποπτες αντιδράσεις, αποφάσισε να το θέσει σε εφαρμογή μόνη της. Ζήτησε όμως από το συμβούλιο να σφάξουν αρνιά γι αυτήν και να την ευλογούν καθώς θα πλένεται στο αίμα τους. Όπερ και έγινε τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας, εφόσον ευνοούσε η πανσέληνος στο Ζυγό. Μετά την τελετή της δώσανε και κάποια αγιασμένα φυλαχτά να κουβαλάει για καλή τύχη μαζί της και ξεκίνησε καρφί για το χωριό του προπαππού μου, τις Μουριές.
Έτασε χαράματα η σκοτεινή μαντατοφόρος και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια βρήκε αμέσως την οικία του προπαππού μου, ο οποίος ως συνήθως βέβαια έλειπε από εκεί.
Χτύπησε την πόρτα προσποιούμενη την γυρολόγο που πουλάει μαγικά φίλτρα και ερωτικά μαντζούνια. Η εύπιστη και ανασφαλής προγιαγιά μου φυσικά της άνοιξε με έντονο ενδιαφέρον για το εμπόρευμά της, το οποίο και της παρουσίασε με ευφράδεια δημοσιογράφου τηλεπαρουσιαστή, η τσιγγάνα. Προθυμοποιήθηκε δε να της διαβάσει και το χέρι. Εκεί, η πονηρή τσιγγάνα σκοτείνιασε και με σκυθρωπό ύφος άρχισε να μουρμουρίζει: “Α κυρία εσύ δύσκολες στιγμές περνάς και θα περάσεις ακόμα πιο δύσκολες” “Αχ”, αναστέναξε η αφελής πρόγιαγιά μου “πες το ψέματα!” Και η πικρόχολη γύφτισσα συνέχισε: “Ο άντρας σου είναι μακριά, αν και δεν είναι έμπορος ή ναυτικός.”
“Ναι! Μουσικός είναι!” ξεφώνισε η προγιαγιά με ενθουσιασμό. “Το βλέπω” είπε η μάγισσα “γυρίζει σε πόλεις και χωρια και σπίτι του δεν έρχεται καθόλου. Κάνει και θαύματα. Ο κόσμος τον αγαπά. Σύντομα μια μεγάλη δυστυχία σου ετοιμάζει αυτός ο άντρας... Θα φέρει μια νέα γυναίκα εδώ και θα σε πετάξει στο δρόμο εσένα και τα παιδιά σου!” “Τι λες τρελή;” ούρλιαξε με πόνο και θυμό η πρόγιαγιά μου. “Το χέρι σου το λέει κυρία, όχι εγώ!” Η πρόγιαγιά μου τράβηξε το χέρι της και άρχισε να κλαίει μονολογώντας “...το ήξερα εγώ, το ήξερα εγώ”. Μαζεύτηκε, ένας μπόγος μαύρα ρούχα έγινε. Και τότε η τσιγγάνα, προσπαθώντας να κρύψει την ικανοποίησή της πέρασε στο τελικό στάδιο του σχεδίου της. Είπε στην πρόγιαγιά μου ότι ο μοναδικός τρόπος να κρατήσει τον άντρα της κοντά της ήταν ο εξής: θα ζωγράφιζε δύο τατουάζ στο δέρμα με μια ειδική μπλε μπογιά. “Τι σχέδια;” ρώτησε προβληματισμένη η ωραιοπαθής πρόγιαγιά. “Δυο αγκαθωτοί θάμνοι, ένας σε κάθε σου μπράτσο” σφύριξε η τσιγγάνα “μόλις ο άντρας σου σε πλησιάσει, δεν θα ξεκολλάει από σιμά σου.” Η πρόγιαγια χωρίς ιδιαίτερη σκέψη δέχτηκε και η μάγισσα έβγαλε τα σύνεργά για να της χτυπήσει τα δύο τατουάζ. Ποιος ξέρει ποια να ήταν αλήθεια τα συστατικά εκείνης της μπλε μπογιάς; Κάποιοι λένε ότι το κυανό χρώμα το ώφειλε σε ανίερη μίξη λιωμένων φολίδων δέρματος φιδιού με κρόκο από αυγά κοράκου. Αλλά τέτοιες άθλιες συνταγές αποτελούνται από πολύ περισσότερα υλικά και αν δεν είσαι γνώστης της μαγικής τέχνης, δεν μπορείς ούτε καν να τα υποπτευθείς.
Τέλος πάντων τα τατουάζ ολοκληρώθηκαν. Η μάγισσα έφυγε και η προγιαγιά μου περίμενε με προσμονή τον άντρα της, ο οποίος χρειάστηκε κάποιες μέρες ακόμα για να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού του, από τους μακρινούς τόπους. Μόλις έφτασε, η γυναίκα του του έβαλε να φάει, τον μπάνισε και αμέσως τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα για να κάνουν έρωτα. Καθώς την έγδυνε, ο πρόπαππούς μου πρόσεξε στο φως του κεριού τα δυο σχέδια που είχαν εμφανιστεί στους ώμους της. “Τι είναι αυτά τα τατουάζ, Άννα;” ρώτησε σαστισμένος. “Αγκάλιασέ με και θα δεις” του είπε αυτή με προκλητικότητα. Μόλις ο ανίδεος άντρας έκανε να την αγκαλιάσει, οι δυο ζωγραφιές των ώμων της μετατράπηκαν σε αληθινά μπλε αγκάθια και του τρύπησαν τα χέρια. Βόγκηξε από τον ξαφνικό πόνο ο πρόπαππούς και τραβήχτηκε. Τα αγκάθια ξαναπήραν την δισδιάστατη μορφή τους. “Τι έκανες μωρή τρελή;” φώναξε αγανακτισμένος ο γερο – σαντουρτζής. Και τότε η γυναίκα του φοβισμένη, του αποκάλυψε όλα τα σχετικά με την εμφάνιση της τσιγγάνας και το αλισβερίσι τους. Ο πρόπαππούς μου έφερε το κερί κοντά στους ώμους της γυναίκας του για να παρατηρήσει τα σχέδια. Ήταν σαν φράκταλ. Μαύρες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό του κι έγυρε να κοιμηθεί. Η δε γυναίκα του έμεινε άγρυπνη κλαίγοντας όλο το βράδυ.
Το κακό όμως εκδηλώθηκε το άλλο πρωί. Όταν ο προπαππούς μου έβγαλε το σαντούρι από την θήκη για να μελετήσει λίγο. Με φρίκη διαπίστωσε ότι η μουσική που έβγαζε ήταν μια κακόηχη, δίχως κανένα νόημα και καμιά μελωδία, φασαρία, μια στριγγλή, άρρυθμη κακοφωνία που μπέρδευε αναίτια μουσικές κλίμακες, διέσεις και υφέσεις, και όλο αυτό το συνοθύλευμα ήχων παρήγαγε μια φρικτή δυσαρμονία που σ' έκανε, ακούγοντάς το, να θέλεις να βουλώσεις τα αυτιά σου. Άφησε τις μπαγγέτες σοκαρισμένος. Έτρεχε ιδρώτας από το μέτωπό του. “Δεν είναι δυνατόν” σκέφτηκε. Ξαναπήρε τις μπαγγέτες και ξεκίνησε πάλι να παίζει. Τα ίδια και χειρότερα αποτελέσματα. Όλο το πρωινό προσπαθούσε. Το τρομερό ήταν ότι ενώ είχε όλες τις μελωδιές ξεκάθαρες στο μυαλό του, τα χέρια του σα να είχαν αυτονομηθεί και δεν δέχονταν πλέον εντολές από τον εγκέφαλο. Κοίταξε έντρομος τις μικρές στρογγυλές πληγές που του προξένησε το χθεσινοβραδινό άγγιγμα στις μαγικές ζωγραφιές της γυναίκας του. Για μερικές μέρες και για εβδομάδες ακόμα έζησε με την ελπίδα πως όταν οι πληγές επουλωθούν θα ξαναβρεί την φόρμα του. Μάταια. Φώναξε μάγους πληρώνοντάς τους χρυσάφι για να τον γιατρέψουν, τους εχθρούς του φώναξε, αλλά αυτά τα μαύρα σκυλιά φυσικά δεν τον βοήθησαν καθόλου, μόνο χαιρέκακα γελούσαν κάτω από τα μούσια τους.
Αφού απήυδησε μετά από πολύ καιρό, και το πήρε απόφαση ότι λυτρωμό δεν είχε, σηκώθηκε ένα πρωί, πήρε το σαντούρι του και το πέταξε μες στο πηγάδι της αυλής. Και έφυγε χωρίς να πει γεια σε κανέναν. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κάποιοι είπαν ότι πήγε στην Βουλγαρία και κει ίδρυσε μια νέα θρησκεία. Η πρόγιαγιά μου συγκλονισμένη από τα γεγονότα που προκάλεσε η απερισκεψία της, πρόσταξε τα παιδιά της να κατεβούν με σχοινιά στο πηγάδι και να βγάλουν το σαντούρι, να το επισκευάσουν και να μάθουν να το παίζουν. Ευχή και κατάρα τους έδωσε να μην το αφήσουν ποτέ από τα χέρια τους και κάθε αρσενικός απόγονος να μαθαίνει την τέχνη από τον προκάτοχό του, για πάντα, μέχρι το τέλος του χρόνου. Μέχρι το τέλος όπου δεν θα υπάρχουν πια σαντούρια, μάγισσες, γυναίκες, άντρες.
Επίσης μην αντέχοντας να βλέπει τις δυο ζωγραφιές της δυστυχίας της σταμπαρισμένες δια βίου πάνω της, αποφάσισε να αυτοακρωτητριαστεί, να κόψει σύρριζα τα χέρια της από τους ώμους και κάτω. Αλλά επειδή μόνη της δεν μπορούσε, και επειδή κανένας συγγενής δε δεχόταν να αναλάβει την ευθύνη τέτοιας αποτρόπαιης πράξης, απευθύνθηκε στον δήμιο της περιοχής. Ακόμα και αυτός αρνήθηκε λέγοντάς της ότι για να της κόψει τα χέρια, χρειαζόταν να πάρει την σχετική εντολή από το Δικαστήριο, πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να ακολουθηθεί μια αλληλουχία γεγονότων: αξιόποινη πράξη, σύλληψη, δίκη, καταδίκη, ποινή.
Η πρόγιαγιά μου η Άννα, ποτέ δεν είχε παρανομήσει, αλλά τώρα μια μακάβρια ιδέα της σφηνώθηκε στο μυαλό. Άλλωστε ήταν ηττημένη, προδωμένη, απελπισμένη, έτοιμη για όλα. Έτρεξε λοιπον στο χωριό που κατοικούσε εκείνη η γύφτισσα, που της είχε προξενήσει τόση δυστυχία. Αυτή κατοικούσε σε μια σπηλιά, λίγο έξω από το χωριό. Η πρόγιαγιά μου εισέβαλε στο βρώμικο σπήλαιο αιφνιδιαστικά και αθόρυβα. Η μάγισσα εκείνη την στιγμή μαγείρευε το φαί της. “Με θυμάσαι Χάρυβδη!” ξεφώνισε η πληγωμένη συμβία του προπαππού μου “Κοίτα με καλά! Γιατί εγώ είμαι η τελευταία εικόνα που βλέπεις από αυτόν τον κόσμο!” Και χιμώντας σαν ύαινα πάνω της, της εξόρυξε με τα ίδια της τα χέρια, πριν προλάβει η θλιβερή μάγισσα να αντιδράσει, τα μάτια. Τα πήρε στην χούφτα της κι έφυγε, αφήνοντας την δυστυχή τσιγγάνα να σφαδάζει στους πόνους και στην φρίκη.
Ιδρωμένη, σκονισμένη και λερωμένη, έφτασε η πρόγιαγιά μου μετά από ώρες ποδαρόδρομο μπροστά στην πόρτα του Δικαστή. Χτύπησε και όταν της άνοιξε ο σοφός θεράπων της Θέμιδος, του πέταξε τα ζουμερά, εξορυγμένα μάτια στα πόδια. “Κοίτα τι έκανα!” του είπε “Ήρθα να παραδοθώ!” κι έπειτα κατέρευσε.
Η ποινή που προβλεπόταν από το νόμο για το αδίκημά της ήταν, κανονικά, ακρωτηριασμός των άνω άκρων συν τύφλωση. Αλλά λόγω πολλών ελαφρυντικών που προσκόμισαν οι δικηγόροι της, η ποινή περιορίστηκε στο πρώτο σκέλος. Έτσι έγινε το θέλημα της πρόγιαγιάς μου.