Σε παλιότερες εποχές υπήρχαν άνθρωποι που επικοινωνούσαν με τα ερπετά. Ο πεθερός της γιαγιάς μου ήταν ένας από αυτούς. “Διάβαζε τα φίδια” όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Και όντως κάπως έτσι ήταν. Έσκυβε στο χώμα και μουρμούριζε κάτι μαγικά λόγια, κρυφά χωρίς να ακούγεται. Σε λίγα δευτερόλεπτα μέσα από θημωνιές και κάτω από πουρνάρια, σέρνονταν προς το χέρι του λογής λογής φίδια (κυρίως οχιές που ευδοκιμούσαν σε εκείνη την βραχώδη περιοχή). Κούρνιαζαν στην αγκαλιά του και σαν υπνωτισμένα του επέτρεπαν να τα μαλάσσει και να τα χαϊδεύει ώσπου να βαρεθεί. Μια συναφής ικανότητα αυτού του προπαππού μου ήταν να θεραπεύει άλλα ζώα που τα δηλητηρίασε δάγκωμα φιδιού. Έπιανε το πόδι του πληγωμένου ζώου και υποτονθορίζοντας την μυστική συνταγή του, εξάλειφε το δηλητήριο απ’το αίμα. Η τέχνη αυτή, που οι απαρχές της ανάγονται σε περιόδους της προϊστορίας, δυστυχώς τείνει να χαθεί. Ο πρόπαππούς μου δεν δίδαξε σε κανένα απ’τα παιδιά του και τα εγγόνια του την μαγική του μέθοδο. Πάντως αν και ετύγχανε της γενικής εκτιμήσεως και συμπάθειας, οι συγχωριανοί του δεν μιλούσαν άνετα για την ικανότητά του, παρά μόνο κρυφά και με μυστικοπάθεια. Η ίδια η γιαγιά μου έδειχνε σα να ντρεπόταν όταν (πολύ σπάνια) μιλούσε για αυτό – παρόλο που θαύμαζε και αγαπούσε τον πεθερό της. Αυτή η συστολή εξηγείται με βάση την πανάρχαιη δυσπιστία που δείχνουν οι άνθρωποι απέναντι στην σκοτεινή Θρησκεία του Όφεως, στις τελετουργίες της οποίας προφανώς περιλαμβάνονταν και ανθρωποθυσίες. Με την πάροδο των χρόνων οι λατρευτικές εκδηλώσεις της εν λόγω θρησκείας περιθωριοποιήθηκαν και σταδιακά εξασθένησαν. Οι χθόνιες θεότητες αντικαταστάθηκαν με ουράνιες στη συνείδηση του κόσμου. Ο απόηχος της λατρείας των φιδιών πέρασε στις λαϊκές παραδόσεις, στα τραγούδια, σε χορούς, στη μαγεία.
Ο Οφιούχος όμως εκτός από πανωλέτειρα θεότητα, ήταν και αντίδοτο των νόσων. Είχε και τη θετική του πλευρά. Αυτήν χρησιμοποιούσε ο πρόπαππούς μου για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Και μεγάλη ευγνωμοσύνη του χρωστάνε οι συγκαιρινοί του αφού έσωσε τα ζώα των κοπαδιών τους πλείστες όσες φορές από βέβαιο θάνατο (μια ευγνωμοσύνη που ο ίδιος δεν καταδέχτηκε να εξαργυρώσει ποτέ, με κανέναν τρόπο).
Όταν απεβίωσε κι αυτός, πλήρης ημερών, αφηγούνται κάποιοι το εξής παράδοξο. Στην λιτανεία της κηδείας του, μαζί με τους φίλους και συγγενείς που τον συνόδευαν στην τελευταία κατοικία του, συμπορεύονταν ανάμεσα στα πόδια τους και δεκάδες φίδια, όλων των ειδών, περίλυπα και εντελώς άκακα. Την στιγμή της ταφής μάλιστα, τα φίδια αυτά επιδόθηκαν σε έναν ομαδικό θρήνο, ένα ανεπαίσθητο αλλά σπαρακτικό συριγμό.
Αν και, όπως προείπα, οι δίαυλοι επικοινωνίας με τα ερπετά παρέμειναν ερμητικά άγνωστοι, ένα περιστατικό που συνέβη λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του έδειξε ότι η ικανότητα αυτή μπορεί να είναι και κληρονομική. Ήταν ένα φθινοπωρινό απομεσήμερο όταν κάποιο απ’τα εγγόνια του πρόπαππού μου, ο Θεοχάρης, που δεν είχε ακόμη συμπληρώσει τα δύο έτη της ηλικίας του, καθόταν ανέμελο στην αυλή του σπιτιού του. Εκείνη την ώρα όλα τα μέλη της οικογένειας ασχολούνταν με διάφορες δουλειές, και κανείς δεν βρισκόταν εκεί να τον προσέχει. Όταν η αδελφούλα του βγήκε έξω να δει τι κάνει, με κατάπληξη αντίκρισε το βρέφος να κρατάει στα χέρια του και να παίζει με μια οχιά – ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκανε άλλοτε ο προπάππος μου.