... Όταν η γιαγιά μου, απ'την πλευρά της μάνας μου, ήταν νέα, προοριζόταν ναπαντρευτεί με έναν νεαρό, γόνο πολύ γνωστής και δεινής οικογένειας κλεφτών. Αυτοί οι κλέφτες λυμαίνονταν με τις αρπαγές και τις λεηλασίες τους όλη την περιοχή και οι Βλάχοι νοικοκυραίοι τους αντιπαθούσαν, αλλά τους φοβούνταν. Έτσ ιδεν επιστράτευαν καμιά οργανωμένη επιχείρηση για να καταστείλουν την δράση και να τερματίσουν τα απηνή έργα των ληστών. Είχαν εναποθέσει τις ελπίδεςτους μόνο στη θεία δίκη.
Το προξενιό της γιαγιάς μου έγινε βάση του εθιμοτυπικού που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Έμοιαζε περισσότερο με σύναψη οικονομικής συμφωνίας. Οι δυο πεθεροί συναντήθηκαν και άρχισαν τις διαπραγματεύσεις. Βάλανε αμφότεροι εχέγγυα για τον γάμο κάποια τιμαλφή, κοστολόγησαν την προίκα της γιαγιάς μου, τους σικυώνες, τις ντοματιές, τους αμπελώνες, ζυγοστάθμισαν τα οφέλη που θα παρείχε η μία οικογένεια στην άλλη, την υποστήριξη, την εμπορική εκμετάλλευση ως προς την εξαγωγή τυριού, γάλακτος, κρέατος. Ο πατέρας του γαμπρού υπολόγιζε πολύ στο ότι ένας τέτοιος γάμος θα νομιμοποιούσε τρόπον τινά την οικογένεια του στα μάτια των συγχωριανών και θα άμβλυνε την πασιφανή εχθρότητά τους. Ο δε πατέρας της νύφης διέβλεπε πως η κόρη του θα βολευόταν άριστα σε ακριβοθώρητη μάλιστα θέση μέσα σε ένα περιβάλλον ευμάρειας και άνεσης στα δύσκολα εκείνα χρόνια της γενικευμένης, καθολικής ανέχειας. Αφού τακτοποίησαν λοιπόν τα θέματα οι δυο πεθεροί, έδωσαν οριστικά τα χέρια.
Η γιαγιά μου φυσικά όταν πληροφορήθηκετην κατάσταση εξεγέρθη και με παρρησία αντιτάχθηκε στον πατέρα της. «Σεβαστέ πατέρα και αφέντη» του είπε «ο γάμος που σχεδίασες θα γίνει χωρίς νύφη. Γιατί θα φύγω στο βουνό πριν βγει η νέα σελήνη». Ο άτεγκτος σ'αυτά τα ζητήματα πατέρας της δε σήκωνε απειλές. Την κλείδωσε σ'ένα ντουλάπι μέχρι την ημερομηνία του γάμου και την λογοδώσανε ερήμην της.
Τότε, όμως, συνέβη ένα γεγονός που ανέτρεψε όλα τα σχέδια.
Η οικογένεια του γαμπρού οργάνωσε και πραγματοποίησε μια μεγαλειώδη ληστεία στο μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου που ήταν χτισμένο σε μια χαράδρα λίγα χιλιόμετρα πέρα απ'το χωριό. Τα λάφυρα που αποκόμισαν ήταν δωρεές και τάματα που είχαν προσπορίσει στο μοναστήρι πιστοί και προσκυνητές καθ' όλα τα χρόνια της λειτουργίας του. Λογάριασαν όμως χωρίς τον νοικοκύρη. Στην προκειμένη περίπτωση νοικοκύρης ήταν ο Ηγούμενοςτης μονής, ένας πανίσχυρος μαύρος μάγος που έκρυβε την σκοτεινή του ιδιότητα κάτω από ράσα και άμφια. Και πίσω απ'τους χρυσούς σταυρούς κάλυπτε τους θύρσους και τις καθαγιασμένες ράβδους.
Μόλις αντιλήφθηκε την ληστεία συγκάλεσε αμέσως τελετή και επίκληση των πνευμάτων.Έριξε "φορισμό" στους δράστες και κατάρες άθραυστες σ' αυτούς και σ'όσους συσχετίζονταν μ' αυτούς. Βαρύ και κρύο θανατικό σαν πάχνη έπεσε στην οικογένεια του γαμπρού και σταδιακά την αποδεκάτισε.Όλα τα αδέλφια πέθαναν, άλλος πατώντας ξεχασμένη νάρκη, άλλος πέφτοντας σε γκρεμό, άλλον τον φάγανε οι λύκοι και άλλον τον κατασπάραξαν τα πρόβατα. Ο παραλίγον σύζυγος της γιαγιάς μου σκοτώθηκε από χαλάζι. Μόνο οι γονείς μείνανε εν ζωή για να εκπληρώσουν την απάνθρωπη τιμωρία τους: να θάψουν ένα ένα τα παιδιά τους.
Η γιαγιά μου δεν πρόλαβε να χαρεί την διάλυση του ανεπιθύμητου αρραβώνα της. Η κατάρα του Ηγούμενου ήταν έτσι πλασμένη ώστε να την επηρεάσει και αυτήν. Μια μέρα λοιπόν που επέστρεφε απ'τα κτηνοτροφικά της καθήκοντα μαζί με τα δυο μικρότερα αδέλφια της, πάνω στ'άλογα,χτυπήθηκε μέρα μεσημέρι από κεραυνό.Έχασε τις αισθήσεις της κι έμεινε λιπόθυμη για ώρες. Ύστερα συνήλθε και μουδιασμένη συνέχισε τον δρόμο προςτην εστία.
Η κατάρα εξασθενημένη ως προς τα πρόσωπα που σχετίζονταν με τους ληστές, δεν προκαλούσε πλέον άμεσο θάνατο, αλλά έφερνε άλλες ζημιές και βάσανα. Το ηλεκτρικό φορτίο που διαπέρασε την γιαγιά μου, φόρτισε αρνητικά το αίμα της. Οι χαρτορίχτρες του χωριού αποφάνθηκαν ότι τα παιδιά που έμελλε να γεννήσει θα έρχονταν στον κόσμο δυστυχισμένα και τα εγγόνια της ακόμα πιο δυστυχισμένα. Ποιος άνδρας θα διακινδύνευε να την νυμφευτεί μετά απ'όλα αυτά; Ευτυχώς εμφανίστηκε ένας γενναίος, χλευαστής των μύθων και των δοξασιών, ο παππούς μου, που την πήρε για γυναίκα αψηφώνταςτις θρυλούμενες ιερεμιάδες, κι έτσ ι βγήκαμε εμείς, το σόι μου.
Είμαστε όντως δυστυχισμένοι; Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα.