Η πριγκίπισσα έπασχε από μια σπάνια ασθένεια: δεν έπρεπε ποτέ να γελάσει γιατί θα πέθαινε από καρδιακή προσβολή. Για τον λόγο αυτό ο Βασιλιάς διέταξε να σφαγιασθούν όλοι οι γελωτοποιοί της επικράτειας. (Αν και κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να εκτελέσει τους γιατρούς που έβγαλαν αυτήν την ακατανόητη διάγνωση..) Μόνο έναν κράτησε ζωντανό: τον κωμικό της αυλής. Αλλά τον φύλαγε σε μπουντρούμι για να αποτρέψει οποιαδήποτε τυχαία συνάντηση με την κόρη του. Περιττό να πούμε ότι στο βασίλειο απαγορεύτηκαν εκείνη την περίοδο, συλλήβδην τα ανέκδοτα, τα σκωπτικά τραγούδια, οι φάρσες. Τα γέλια ήταν σχεδόν παράνομα. Ενώ οποιοσδήποτε αστείος κινδύνευε να συλληθφεί.
(Ακόμα και μεις που γράφουμε χρονικά, και είμαστε επιρρεπείς στο ελαφρύ και σκαμπρόζικο ύφος, προσέχαμε εκείνη την περίοδο να μην παρεισφρέει στην πρόζα μας τίποτε το χαριτωμένο. Με αποτέλεσμα τα γραπτά μας να μοιάζουν στο εξής με δοκίμια, να είναι ψυχρά, βαριά, δύσπετπα - και να χάνουμε τους, έτσι κι αλλιώς λίγους, αναγνώστες μας ).
Μια μέρα, παρά τα μέτρα ασφαλείας, ο γελωτοποιός και η πριγκίπισσα διεσταυρώθηκαν σε μια από τις δαιδαλώδεις στοές του παλατιού. Αυτό συνέβη κατά την μεταγωγή του πρώτου στην κεντρική αίθουσα δεξιώσεων όπου ο Βασιλιάς γλεντούσε (πάντα σιωπηλά και ήσυχα) με υψηλούς καλεσμένους από το εξωτερικό. Οι δυο νέοι - όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις- ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Από κείνη την στιγμή δεν έχαναν ευκαιρία να βλέπουν ο ένας τον άλλο. Πάντα με μυστικόπάθεια και προσοχή. Και το ερωτικό συναίσθημα μέσα τους γιγαντωνόταν υπό το βάρος της απαγορευτικής συνθήκης που σκέπαζε την σχέση τους.
Για να μην τα πολυλογώ, κάποια στιγμή ο γελωτοποιός εξομολογήθηκε στην κοπέλα του ότι συνέθεσε ένα κωμικό σονέτο με θέμα τον έρωτα. Αυτή τον πίεσε να της το απαγγείλει - γιατί δεν ήθελε να θεωρηθεί ότι κόβει την δημιουργική έμπνευση του αγαπημένου της. Αυτός πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις - γνωρίζοντας το πρόβλημα υγείας της πριγκίπισσας. Μετά από πολύωρα παρακάλια και γκρίνια όμως, πείσθηκε να το ερμηνέψει ενώπιον της. Από τους πρώτους στίχους φάνηκε ότι το σονέτο είχε πολύ φαιδρό χαρακτήρα και η πριγκίπισσα που ήταν αμάθητη στην ευθυμία, ενθουσιάστηκε. Γρήγορα άρχισε να γελάει με σπασμούς, και πριν προλάβει να ακούσει το τέλος του ποιήματος, εξέπνευσε.
Όταν ο γελωτοποιός συνειδητοποίσε τι έκανε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Δεν είχε κλάψει ποτέ μέχρι τότε και - μέσα στην συντριβή του - έκανε την σκέψη ότι και το κλάμμα έχει μια ηδονιστική πλευρά. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του, απεβίωσε. Έπασχε και αυτός από μια σπάνια ασθένεια: δεν έπρεπε να κλάψει ποτέ στην ζωή του, λόγω αδύναμης καρδιάς. Για αυτό και η μάνα του από μικρό τον προόριζε για γελωτοποιό και τον ανέθρεψε με ανέκδοτα και με γκριμάτσες.
(Ακόμα και μεις που γράφουμε χρονικά, και είμαστε επιρρεπείς στο ελαφρύ και σκαμπρόζικο ύφος, προσέχαμε εκείνη την περίοδο να μην παρεισφρέει στην πρόζα μας τίποτε το χαριτωμένο. Με αποτέλεσμα τα γραπτά μας να μοιάζουν στο εξής με δοκίμια, να είναι ψυχρά, βαριά, δύσπετπα - και να χάνουμε τους, έτσι κι αλλιώς λίγους, αναγνώστες μας ).
Μια μέρα, παρά τα μέτρα ασφαλείας, ο γελωτοποιός και η πριγκίπισσα διεσταυρώθηκαν σε μια από τις δαιδαλώδεις στοές του παλατιού. Αυτό συνέβη κατά την μεταγωγή του πρώτου στην κεντρική αίθουσα δεξιώσεων όπου ο Βασιλιάς γλεντούσε (πάντα σιωπηλά και ήσυχα) με υψηλούς καλεσμένους από το εξωτερικό. Οι δυο νέοι - όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις- ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Από κείνη την στιγμή δεν έχαναν ευκαιρία να βλέπουν ο ένας τον άλλο. Πάντα με μυστικόπάθεια και προσοχή. Και το ερωτικό συναίσθημα μέσα τους γιγαντωνόταν υπό το βάρος της απαγορευτικής συνθήκης που σκέπαζε την σχέση τους.
Για να μην τα πολυλογώ, κάποια στιγμή ο γελωτοποιός εξομολογήθηκε στην κοπέλα του ότι συνέθεσε ένα κωμικό σονέτο με θέμα τον έρωτα. Αυτή τον πίεσε να της το απαγγείλει - γιατί δεν ήθελε να θεωρηθεί ότι κόβει την δημιουργική έμπνευση του αγαπημένου της. Αυτός πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις - γνωρίζοντας το πρόβλημα υγείας της πριγκίπισσας. Μετά από πολύωρα παρακάλια και γκρίνια όμως, πείσθηκε να το ερμηνέψει ενώπιον της. Από τους πρώτους στίχους φάνηκε ότι το σονέτο είχε πολύ φαιδρό χαρακτήρα και η πριγκίπισσα που ήταν αμάθητη στην ευθυμία, ενθουσιάστηκε. Γρήγορα άρχισε να γελάει με σπασμούς, και πριν προλάβει να ακούσει το τέλος του ποιήματος, εξέπνευσε.
Όταν ο γελωτοποιός συνειδητοποίσε τι έκανε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Δεν είχε κλάψει ποτέ μέχρι τότε και - μέσα στην συντριβή του - έκανε την σκέψη ότι και το κλάμμα έχει μια ηδονιστική πλευρά. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του, απεβίωσε. Έπασχε και αυτός από μια σπάνια ασθένεια: δεν έπρεπε να κλάψει ποτέ στην ζωή του, λόγω αδύναμης καρδιάς. Για αυτό και η μάνα του από μικρό τον προόριζε για γελωτοποιό και τον ανέθρεψε με ανέκδοτα και με γκριμάτσες.