Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

4'33''


Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Για το τίποτα

Με πολλή προσοχή ακούσαμε αυτές τις διαλέξεις για το Τίποτα. Κάποιοι εισηγητές άγγιξαν το θέμα από την την μαθηματική του πλευρά, άλλοι έθιξαν την κοινωνική του διάσταση ενώ κάποιοι τρίτοι μίλησαν από υπαρξιακή σκοπιά. Όλοι είχαν κάτι να συνεισφέρουν σε αυτή την μεγάλη κουβέντα για το Τίποτα. Όλοι είχαν κάτι να πουν.
Έτσι όταν γυρίσαμε σπίτια μας, αφού ακούσαμε με προσοχή αυτές τις διαλέξεις για το Τίποτα, δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι και σκεφτόμασταν όλα όσα είχαν εγχαραχθεί βαθιά μέσα μας. Κατά μία έννοια το Τίποτα μας συντρόφεψε όλο το βράδυ και έδιωξε μακριά σαν ενοχλητικά έντομα τα όνειρα από τον νου μας.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Προσκόλληση στο παρόν

Το μόνο που με θλίβει είναι ότι από όλα αυτά τα ταξίδια μου, κάποτε δεν θα θυμάμαι τίποτα. Αφενός έχω υπερβολικά ασθενική μνήμη, αφετέρου είμαι τόσο προσκολλημένος στο παρόν.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Μήνυμα

Ο κόσμος δεν έτεινε ευήκοον ους στο μήνυμα μας. Με αυτό το μελαγχολικό συμπέρασμα κλείσαμε το συνέδριο που κράτησε τρεις ολόκληρες εβδομάδες.
Τράβηξε ο καθένας προς τον δρόμο του. Δεν λέω “προς τον τόπο του” γιατί εμείς δεν έχουμε μόνιμο  τόπο κατοικίας. Περνάμε την ζωή μας σαν γυρολόγοι. Κάποιοι διάγουν εν επαιτεία, ενώ άλλοι πουλάν φυλαχτά. Κάποιοι εξασκούν το λειτούργημα του θεραπευτή. Κάποιοι άλλοι είναι κοινοί κλέφτες.
“Ποιοι είναι το μήνυμά σας;” θα διερωτηθείτε. Με ένα μειδίαμα απαντάμε σε αυτή την φορτική ερώτηση. Και συνεχίζουμε τον δρόμο μας...

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Διάλυση

Πάντα ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα με τίτλο “Διάλυση”. Φυσικά θα περιέγραφε τη ζωή μου. Τις αποτυχίες μου, τις απογοητεύσεις, τις καταστροφές. Πιστεύω ότι θα είχε ενδιαφέρον! Γιατί η ζωή μου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σε δυστυχίες. Έτσι δεν θα βαριόταν ο αναγνώστης. Δυστυχώς βαριέμαι εγώ να το γράψω. 'Αρα μάλλον η “Διάλυση” θα μείνει για πάντα μια υπόθεση άκρως προσωπική.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Θαύμα


Έγινε θαύμα! Άρχισα πάλι να γράφω! Εδώ και μήνες βρισκόμουν σε κατάσταση πνευματικής νωθρότητας και νοητικής ανυδρίας. Γυρνούσα απελπισμένος – ζοχαδιασμένος να πω καλύτερα – στα καπηλειά κι έβριζα όλο τον κόσμο. Μου είχαν κολλήσει και το παρατσούκλι “Μισάνθρωπος”. Δεν είχαν άδικο. Αλλά κυρίως μισούσα και μεμφόμουν τον εαυτό μου, για την βαλτώδη κατάσταση στην οποία είχα περιπέσει.

Ώσπου μια μέρα ήρθε στην πόλη ο σωτήρας μου. Ήταν ένας γενειοφόρος άντρας που είχε την φήμη μεγάλου θαυματοποιού. Πλήθη αναπήρων, τυφλών και κουφών συνέρρεαν κοντά του για να τους ευλογήσει και να τους οδηγήσει εν τέλει στην πολυπόθητη ίαση. Σκέφτηκα να πάω και γω. Μπορεί να μου έδινε πίσω την χαμένη μου έμπνευση. Άλλωστε τι είχα να χάσω;

Παραγκώνισα όλη αυτή τη μάζα μανιακών της λύτρωσης, που με χώριζε από τον μάγο, και μόλις τον πλησίασα, του φώναξα: “Δώσε μου την ευλογία σου Κύριε!” Αμέσως αυτός άπλωσε το χέρι του στο κεφάλι μου και με ευλόγησε. Και συνέχισε τον δρόμο του μέσα σε ιαχές και παρακαλητά, αφήνοντάς με πίσω.

Ένιωσα σα να διαπέρασε κεραυνός από άκρη σε άκρη το κρανίο μου. Τόσο δυνατή ενέργεια εξέπεμπε. Δεν ήταν τυχαίος λοιπόν. Και αυτό το διαπίστωσα αμέσως. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου όλα σκοτείνιασαν γύρω μου. Έτριψα τα μάτια μου και ταρακούνησα το κεφάλι μου. Τίποτα. Όλα μαύρα. Είχα χάσει την όραση μου! Τα θαυματουργά χέρια που δίναν το φως, γιατρεύαν τους λεπρούς και ανακουφίζαν τους δαιμονισμένους, σε εμένα λειτούργησαν αντίστροφα.

Πέρα από την τύφλωση, σε λίγο καιρό εμφάνισα και λέπρα. Ενώ άρχισα να έχω παραληρήματα, να μιλάω με διαφορετικές φωνές και να λέω ακατάληπτα πράγματα για άλλους κόσμους και άλλες διαστάσεις. Οι άνθρωποι με αποφεύγανε, κανείς δεν στάθηκε στο πλευρό μου. Ως φυσική παρηγοριά βρήκα το γράψιμο. Έτσι κι αλλιώς ήταν πάντα το συναισθηματικό μου καταφύγιο. Άσχετα αν τελευταία, λόγω έλλειψης έμπνευση,ς είχα πάψει να γράφω.

Τώρα ο λόγος μου έχει αποκτήσει μεστότητα. Το παραλήρημα μου οδηγεί την φαντασία μου σε νέα, άγνωστα μονοπάτια. Η μέχρι τώρα μονοθεματική μου σκέψη έχει διευρυνθεί και έχει αποκτήσει ποικιλία, πρωτοτυπία, ενάργεια. Για αυτό διατυμπανίζω: έγινε θαύμα!

Κλωστές

Άργησα να ξυπνήσω σήμερα. Με τραβούσε ο ύπνος πίσω με λευκές κλωστές...
Δεν ήταν ιστός αράχνης που με τύλιξε. Ήταν κλωστές από το κουβάρι της Λάχεσης.