Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Λαζάρ

Κάπου στην Καππαδοκία ζει ένας πολύ μεγάλος μάντης. Παλαιός καλόγερος. Τον λένε Λαζάρ. Είναι ο πιο φερέγγυος απ’ τους αστρολόγους. Το προσυπογράφει αυτό και η γιαγιά μου, που τον συνάντησε και τον ρώτησε για εφτά γενιές πριν και εφτά γενιές μετά. Για το πεπρωμένο που είχε, έχει και θα έχει το σόι μας στη διάρκεια των έξι αιώνων. Η προφητεία δυστυχώς κάηκε, όταν έγιναν οι μεγάλες πυρκαγιές το ’22. (Η ηλικία του μάγου είναι αδιευκρίνιστη, αλλά υπερβαίνει σίγουρα την περατότητα των θνητών ζωών μας.)

Ο Λαζάρ κατοικεί σε μια σπηλιά που την έχει διαμορφώσει έτσι ώστε να προσιδιάζει στο εσωτερικό ανθρώπινου σπιτιού, με σόμπα, κρεβάτι, τραπέζι, σεμεδάκια στους τοίχους, ελάχιστα αντικείμενα προσωπικής χρήσης. Τα αγρίμια δεν πλησιάζουν εκεί (επειδή είναι άγιος λένε οι περίοικοι) λόγω της έντονης δυσωδίας που αποπνέει το κορμί του κι έχει επικαθίσει στο χώρο χρόνια τώρα.

Είναι δύσκολο να τον βρεις. Αλλά αξίζει τον κόπο γιατί ξέρει πολλά μυστικά του κόσμου. Για πληρωμή δέχεται μόνο μέλι και σύκα. Αν και όχι σπάνια έχει την απαίτηση, απ’ τις γυναίκες που τον επισκέπτονται, να συνουσιάζονται μαζί του. (Κάποιοι λένε ότι το ίδιο ζητάει και από τους άντρες). Μετά τη συνουσία σου φανερώνει την μοίρα σου, δίνει λύση στις αρρώστιες, καλεί πνεύματα νεκρών, σώζει χαμένες ψυχές. Το κορμί του μοιάζει με λεπρού˙ στάζει πύον σε πολλά σημεία, κυρίως στα αυτιά και στα γεννητικά όργανα. Οι πέντε αισθήσεις του είναι πολύ εξασθενημένες, δεν έχει καν όσφρηση (γι’αυτό δεν τον ενοχλεί η αποφορά που αναδύεται από το σώμα του) δεν ξεχωρίζει εύκολα γεύσεις, δεν ακούει καλά, βλέπει θολά μόνο σκιές και φως, η θέαση του κόσμου γι’ αυτόν είναι σαν μια κινούμενη άμμος, φωτιές που σαλεύουν κουρτίνες που καίγονται δηλαδή μπροστά στα μάτια του. Όσο για την αφή του, προτιμάει να μην αγγίζει τίποτα (γιατί πολλές φορές οι σάρκες του κολλάνε πάνω στα αντικείμενα).

Παρόλα αυτά έχει πολύ αναπτυγμένη την έκτη αίσθηση και, όπως υποστηρίζουν αυτοί που ξέρουν, και την έβδομη. Η έβδομη αίσθηση συναρτάται με την βαθιά σοφία που διακρίνει κάποιον ο οποίος έχει καθολική και ουσιαστική εποπτεία του κόσμου. Κάτι σαν την γνώση του Θεού δηλαδή.

Οι λάτρεις του Εωσφόρου που διαβιούν σε κάποια χωριά εκείνης της περιοχής μισούν και φοβούνται τον μάντη. Όταν περνάει απ’τα μέρη τους βουλώνουν τα στόματα των σκύλων τους με πατσαβούρια για να μην αλυχτούν και οιμώζουν. Κρύβουν τα παιδιά τους στα κελάρια. Τραγουδάνε παράφωνα όλοι μαζί και έχουν το βλέμμα τους καρφωμένο στο χώμα. Οι έγκυες γυναίκες περιβάλουν με μαντίλες τη μύτη τους για να μην τον μυρίσουν και ρίξουν το μωρό. Ενώ τα οικόσιτα ζώα που βρίσκονται σε εγκυμοσύνη τα θανατώνουν πάραυτα. Εξυπακούεται ότι ο μάντης Λαζάρ θεωρείται εχθρός των βρεφών και της νεόκοπης ζωής εν γένει

Με μια σκέψη του και μόνο μπορεί να παραλύσει ένα μοσχαράκι, αλλά και ολόκληρο ταύρο, αν το θέλει.

Οι προσκυνητές συρρέουν με δώρα και χοές να τον συναντήσουν, αλλά αυτό, όπως προείπα, είναι δύσκολο, γιατί πέρα απ’τον γεωγραφικά ασταθή τόπο κατοικίας του, οι φυσικοί του γείτονες (οι λάτρεις του Εωσφόρου) είναι πάντα απρόθυμοι να δώσουν συγκεκριμένες πληροφορίες. Η γιαγιά μου στάθηκε τυχερή, βοήθησε σ’αυτό και η πονηριά της. Έφτασε σ’εκείνη την περιοχή φορώντας αντί για φουστάνια, προβιά Κριού, με σκοπό να προκαταλάβει τους ντόπιους και να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Αυτοί εκτίμησαν θετικά τον συμβολισμό της χειρονομίας της και της έδωσαν (όχι βέβαια χωρίς κάποια δυσαρέσκεια) τις απαραίτητες πληροφορίες. Την προειδοποίησαν πάντως ότι ο μάγος σκιαζόταν τον Κριό, και ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στον Ιχθύ, που τον τιμούσε αδιαλείπτως με προσευχές και θυσίες.

Κατά βάθος πίστευαν ότι ο μάγος δεν ήταν άλλος απ’τον ίδιο τον Λάζαρο τον Γαλιλαίο που ανέστησε κάποτε ο Ιησούς Χριστός στα θαυμαστά χρόνια της προσωπικής του εποποιίας. Και ήταν τέτοιου βεληνεκούς μάντης επειδή γνώριζε καλά και τον κόσμο του θανάτου και τον κόσμο της φθαρτής εφήμερης ζωής. Τον κόσμο του θανάτου, ως ένας κοινός νεκρός. Τον κόσμο της ζωής, ως ένας άβουλος αποσπασμένος, σχεδόν βίαια εκχερσωμένος απ’τον θάνατο, εξαιτίας της πανίσχυρης βούλησης του φίλου του, του Ιησού, ο οποίος χωρίς να ρωτήσει την γνώμη του τον έπεμψε πάλι πίσω στον τόπο του μαρτυρίου, των στεναγμών και της ελπίδας, στη γη. Κι ενώ όλοι οι άνθρωποι της εποχής του χάθηκαν, έφυγαν ένας ένας για την άλλη πατρίδα φίλοι, συγγενείς, οι αδελφές του, οι κοπέλες που αγάπησε, αυτός ξέμεινε εδώ. Εγκαταλελειμμένος. Η τρομερή εξαίρεση του θεού. Είναι αδύνατο να πεθάνει στον αιώνα τον άπαντα, ούτε με αυτοκτονία ούτε με κανέναν άλλο τρόπο. Ο Θεός δεν μπορεί να αναστείλει την εντολή του. Φαντάζεστε να ζούσαμε σε ένα σύμπαν μ’έναν αναποφάσιστο Θεό, που κάθε στιγμή μετανιώνει για ότι κάνει;

- Η γιαγιά μου, λοιπόν, τον αντάμωσε στουπί μέσα στη σπηλιά του. Αυτός διαισθάνθηκε την παρουσία της και την κάλεσε κοντά του. Οινοβαρής καθώς ήταν μπέρδευε τα λόγια του και σε συνδυασμό με την αδιάκοπη μαστούρα που είχε, τα σάλια του τρέχαν ξεδιάντροπα ως κάτω. Η γιαγιά μου ένιωσε φρίκη αλλά τον πλησίασε. Αυτός την διέταξε να του κάνει στοματικό έρωτα. Τότε αυτή ενέσκυψε στα γεννητικά του όργανα προσποιούμενη θωπείες και ακκισμούς, και βγάζοντας ένα μαχαίρι απ’τον κόρφο της του ‘κοψε αστραπιαία τους όρχεις. Ο μάντης ούρλιαξε απ’τον πόνο κι έπεσε σε σπασμούς. Η γιαγιά μου τραβήχτηκε σε μια σιωπηλή άκρη της σπηλιάς κραδαίνοντας θριαμβευτικά τη λεία της «Αν θες να τα πάρεις πίσω θα μου πεις ότι σου ζητώ! Αλλιώς θα τα πετάξω στη έρημο!» . Ο μάντης αφού την καταστόλισε με αστείρευτα αποθέματα υβρεολογίου (διαφόρων γλωσσών), επανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. «Πέταξέ τα, φάτα, κάντα ότι θες. Καταραμένη να ‘σαι. Εσύ και το αίμα σου για εφτά γενιές πριν και εφτά γενιές μετά. Καμιά γυναίκα δεν τόλμησε έως τούδε να πράξει τέτοια ιεροσυλία. Από δω και πέρα θα αναγκαστώ να ζήσω και γω ως γυναίκα. Και αφού δεν μπόρεσα να πεθάνω άντρας, ίσως τελικά πεθάνω γυναίκα. Για το καλό που μου ‘κανες θα απαντήσω σε ότι με ρωτήσεις. Ωστόσο, την κατάρα δε την παίρνω πίσω.»

Έτσι λοιπόν έγιναν τα πράγματα και το σόι μου είναι στιγματισμένο απ’αυτήν την κατάρα. Δυστυχώς δεν ξέρουμε ποιους δρόμους και ποιες μορφές θα πάρει για τον καθένα μας προσωπικά η κατάρα. Οι απαντήσεις δίνονται στην προφητεία, η οποία, όπως είπα, πάπυρος ήταν και κάηκε. Έτσι όταν μαθαίνουμε ότι κάποιος απ’το σόι μας είχε ατιμωτικό θάνατο, ή του ‘ρθε μια ανίατη αρρώστια, ή του συνέβη ένα φρικτό ατύχημα, το ανάγουμε στον μάντη και στο επεισόδιο που εκτυλίχτηκε ανάμεσα σ’αυτόν και την γιαγιά μου.

Φορισμός

... Όταν η γιαγιά μου, απ'την πλευρά της μάνας μου, ήταν νέα, προοριζόταν ναπαντρευτεί με έναν νεαρό, γόνο πολύ γνωστής και δεινής οικογένειας κλεφτών. Αυτοί οι κλέφτες λυμαίνονταν με τις αρπαγές και τις λεηλασίες τους όλη την περιοχή και οι Βλάχοι νοικοκυραίοι τους αντιπαθούσαν, αλλά τους φοβούνταν. Έτσ ιδεν επιστράτευαν καμιά οργανωμένη επιχείρηση για να καταστείλουν την δράση και να τερματίσουν τα απηνή έργα των ληστών. Είχαν εναποθέσει τις ελπίδεςτους μόνο στη θεία δίκη.

Το προξενιό της γιαγιάς μου έγινε βάση του εθιμοτυπικού που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Έμοιαζε περισσότερο με σύναψη οικονομικής συμφωνίας. Οι δυο πεθεροί συναντήθηκαν και άρχισαν τις διαπραγματεύσεις. Βάλανε αμφότεροι εχέγγυα για τον γάμο κάποια τιμαλφή, κοστολόγησαν την προίκα της γιαγιάς μου, τους σικυώνες, τις ντοματιές, τους αμπελώνες, ζυγοστάθμισαν τα οφέλη που θα παρείχε η μία οικογένεια στην άλλη, την υποστήριξη, την εμπορική εκμετάλλευση ως προς την εξαγωγή τυριού, γάλακτος, κρέατος. Ο πατέρας του γαμπρού υπολόγιζε πολύ στο ότι ένας τέτοιος γάμος θα νομιμοποιούσε τρόπον τινά την οικογένεια του στα μάτια των συγχωριανών και θα άμβλυνε την πασιφανή εχθρότητά τους. Ο δε πατέρας της νύφης διέβλεπε πως η κόρη του θα βολευόταν άριστα σε ακριβοθώρητη μάλιστα θέση μέσα σε ένα περιβάλλον ευμάρειας και άνεσης στα δύσκολα εκείνα χρόνια της γενικευμένης, καθολικής ανέχειας. Αφού τακτοποίησαν λοιπόν τα θέματα οι δυο πεθεροί, έδωσαν οριστικά τα χέρια.

Η γιαγιά μου φυσικά όταν πληροφορήθηκετην κατάσταση εξεγέρθη και με παρρησία αντιτάχθηκε στον πατέρα της. «Σεβαστέ πατέρα και αφέντη» του είπε «ο γάμος που σχεδίασες θα γίνει χωρίς νύφη. Γιατί θα φύγω στο βουνό πριν βγει η νέα σελήνη». Ο άτεγκτος σ'αυτά τα ζητήματα πατέρας της δε σήκωνε απειλές. Την κλείδωσε σ'ένα ντουλάπι μέχρι την ημερομηνία του γάμου και την λογοδώσανε ερήμην της.

Τότε, όμως, συνέβη ένα γεγονός που ανέτρεψε όλα τα σχέδια.

Η οικογένεια του γαμπρού οργάνωσε και πραγματοποίησε μια μεγαλειώδη ληστεία στο μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου που ήταν χτισμένο σε μια χαράδρα λίγα χιλιόμετρα πέρα απ'το χωριό. Τα λάφυρα που αποκόμισαν ήταν δωρεές και τάματα που είχαν προσπορίσει στο μοναστήρι πιστοί και προσκυνητές καθ' όλα τα χρόνια της λειτουργίας του. Λογάριασαν όμως χωρίς τον νοικοκύρη. Στην προκειμένη περίπτωση νοικοκύρης ήταν ο Ηγούμενοςτης μονής, ένας πανίσχυρος μαύρος μάγος που έκρυβε την σκοτεινή του ιδιότητα κάτω από ράσα και άμφια. Και πίσω απ'τους χρυσούς σταυρούς κάλυπτε τους θύρσους και τις καθαγιασμένες ράβδους.

Μόλις αντιλήφθηκε την ληστεία συγκάλεσε αμέσως τελετή και επίκληση των πνευμάτων.Έριξε "φορισμό" στους δράστες και κατάρες άθραυστες σ' αυτούς και σ'όσους συσχετίζονταν μ' αυτούς. Βαρύ και κρύο θανατικό σαν πάχνη έπεσε στην οικογένεια του γαμπρού και σταδιακά την αποδεκάτισε.Όλα τα αδέλφια πέθαναν, άλλος πατώντας ξεχασμένη νάρκη, άλλος πέφτοντας σε γκρεμό, άλλον τον φάγανε οι λύκοι και άλλον τον κατασπάραξαν τα πρόβατα. Ο παραλίγον σύζυγος της γιαγιάς μου σκοτώθηκε από χαλάζι. Μόνο οι γονείς μείνανε εν ζωή για να εκπληρώσουν την απάνθρωπη τιμωρία τους: να θάψουν ένα ένα τα παιδιά τους.

Η γιαγιά μου δεν πρόλαβε να χαρεί την διάλυση του ανεπιθύμητου αρραβώνα της. Η κατάρα του Ηγούμενου ήταν έτσι πλασμένη ώστε να την επηρεάσει και αυτήν. Μια μέρα λοιπόν που επέστρεφε απ'τα κτηνοτροφικά της καθήκοντα μαζί με τα δυο μικρότερα αδέλφια της, πάνω στ'άλογα,χτυπήθηκε μέρα μεσημέρι από κεραυνό.Έχασε τις αισθήσεις της κι έμεινε λιπόθυμη για ώρες. Ύστερα συνήλθε και μουδιασμένη συνέχισε τον δρόμο προςτην εστία.

Η κατάρα εξασθενημένη ως προς τα πρόσωπα που σχετίζονταν με τους ληστές, δεν προκαλούσε πλέον άμεσο θάνατο, αλλά έφερνε άλλες ζημιές και βάσανα. Το ηλεκτρικό φορτίο που διαπέρασε την γιαγιά μου, φόρτισε αρνητικά το αίμα της. Οι χαρτορίχτρες του χωριού αποφάνθηκαν ότι τα παιδιά που έμελλε να γεννήσει θα έρχονταν στον κόσμο δυστυχισμένα και τα εγγόνια της ακόμα πιο δυστυχισμένα. Ποιος άνδρας θα διακινδύνευε να την νυμφευτεί μετά απ'όλα αυτά; Ευτυχώς εμφανίστηκε ένας γενναίος, χλευαστής των μύθων και των δοξασιών, ο παππούς μου, που την πήρε για γυναίκα αψηφώνταςτις θρυλούμενες ιερεμιάδες, κι έτσ ι βγήκαμε εμείς, το σόι μου.

Είμαστε όντως δυστυχισμένοι; Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα.