Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Οι τρεις πόρτες που οδηγούν έξω από το σκοτεινό δωμάτιο

Η έξοδος ήταν κλειστή. Υπήρχαν όμως τρεις επιλογές- τρεις άλλες πόρτες για να φύγω από το δωμάτιο. Υπέθεσα ότι η μία πόρτα θα με έβγαζε στην παιδική μου ηλικία. Ήθελα πολύ να πάω εκεί για να διορθώσω και κάποια από τα πολλά λάθη του παρελθόντος μου.
 Η δεύτερη θα με έβγαζε στο παρόν. Αυτή βέβαια έπρεπε να αποφευχθεί γιατί όπως υπαινίχτηκα, το παρόν μου όριζε να βρίσκομαι παγιδευμένος σε ένα δωμάτιο και να έχω να επιλέξω ανάμεσα σε τρεις πόρτες για να διαφύγω. Αν διάλεγα την πόρτα του παρόντος θα έμπαινα σε έναν φαύλο κύκλο, στο δόκανο ενός ατέρμονου κυκλικού τώρα.
Η τελευταία πόρτα ήταν βέβαια του μέλλοντος. Πόσες φορές δεν είχα ονειρευτεί να την διαβώ. Να ξεπεράσω με ένα άλμα τα τωρινά μου προβλήματα και να βρεθώ μονομιάς στο λαμπερό κατώφλι του αύριο.
Είχα λοιπόν να επιλέξω ανάμεσα στην θύρα του παρελθόντος και την θύρα του μέλλοντος. Έμεινα εκεί να συλλογίζομαι, μη ξέροντας τι να κάνω. Και τότε συνειδητοποίησα ότι είχα ήδη διαβεί, χωρίς να το καταλάβω, την πόρτα του παρόντος...

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Αντι - ύλη

Έδινα πάντα την ίδια συμβουλή στον γιο μου. "Αν συναντήσεις ποτέ τον αντι- εαυτό σου, δηλαδή ένα πλάσμα φτιαγμένο από αντιύλη που έχει το ακριβώς αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο από σένα, απόφυγε να του κάνεις χειραψία. Θα εξαϋλωθειτε πάραυτα και οι δυο."
 Ο αντιεαυτός του γιου μου ήταν όμως μια γυναίκα.. Και αυτός όχι μόνο δεν της άγγιξε το χέρι αλλά την φίλησε κιόλας. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που τόσο γλαφυρά περιγράφει η σύγχρονη φυσική ...
"Κάπως έτσι είναι η απόλυτη αγάπη" σχολίασε πικραμένη η γυναίκα μου. Και πράγματι εκείνο τον καιρό φαινόταν να είχε πέσει επιδημία απόλυτης αγάπης στον κόσμο. Όλοι προσπαθούσαν να βρούνε τον αντιεαυτό τους και να εξαφανιστούν.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Χρονικό απαγόρευσης ακραίων συναισθημάτων

Η πριγκίπισσα έπασχε από μια σπάνια ασθένεια: δεν έπρεπε ποτέ να γελάσει γιατί θα πέθαινε από καρδιακή προσβολή. Για τον λόγο αυτό ο Βασιλιάς διέταξε να σφαγιασθούν όλοι οι γελωτοποιοί της επικράτειας. (Αν και κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να εκτελέσει τους γιατρούς που έβγαλαν αυτήν την ακατανόητη διάγνωση..) Μόνο έναν κράτησε ζωντανό: τον κωμικό της αυλής. Αλλά τον φύλαγε σε μπουντρούμι για να αποτρέψει οποιαδήποτε τυχαία συνάντηση με την κόρη του. Περιττό να πούμε ότι στο βασίλειο απαγορεύτηκαν εκείνη την περίοδο, συλλήβδην τα ανέκδοτα, τα σκωπτικά τραγούδια, οι φάρσες. Τα γέλια ήταν σχεδόν παράνομα. Ενώ οποιοσδήποτε αστείος κινδύνευε να συλληθφεί.
(Ακόμα και μεις που γράφουμε χρονικά, και είμαστε επιρρεπείς στο ελαφρύ και σκαμπρόζικο ύφος, προσέχαμε εκείνη την περίοδο να μην παρεισφρέει στην πρόζα μας τίποτε το χαριτωμένο. Με αποτέλεσμα τα γραπτά μας να μοιάζουν στο εξής με δοκίμια, να είναι ψυχρά, βαριά, δύσπετπα - και να χάνουμε τους, έτσι κι αλλιώς λίγους, αναγνώστες μας ).

Μια μέρα, παρά τα μέτρα ασφαλείας, ο γελωτοποιός και η πριγκίπισσα διεσταυρώθηκαν σε μια από τις δαιδαλώδεις στοές του παλατιού. Αυτό συνέβη κατά την μεταγωγή του πρώτου στην κεντρική αίθουσα δεξιώσεων όπου ο Βασιλιάς γλεντούσε (πάντα σιωπηλά και ήσυχα) με υψηλούς καλεσμένους από το εξωτερικό. Οι δυο νέοι - όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις- ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Από κείνη την στιγμή δεν έχαναν ευκαιρία να βλέπουν ο ένας τον άλλο. Πάντα με μυστικόπάθεια και προσοχή. Και το ερωτικό συναίσθημα μέσα τους γιγαντωνόταν υπό το βάρος της απαγορευτικής συνθήκης που σκέπαζε την σχέση τους.

Για να μην τα πολυλογώ, κάποια στιγμή ο γελωτοποιός εξομολογήθηκε στην κοπέλα του ότι συνέθεσε ένα κωμικό σονέτο με θέμα τον έρωτα. Αυτή τον πίεσε να της το απαγγείλει - γιατί δεν ήθελε να θεωρηθεί ότι κόβει την δημιουργική έμπνευση του αγαπημένου της. Αυτός πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις - γνωρίζοντας το πρόβλημα υγείας της πριγκίπισσας. Μετά από πολύωρα παρακάλια και γκρίνια όμως, πείσθηκε να το ερμηνέψει ενώπιον της. Από τους πρώτους στίχους φάνηκε ότι το σονέτο είχε πολύ φαιδρό χαρακτήρα και η πριγκίπισσα που ήταν αμάθητη στην ευθυμία, ενθουσιάστηκε. Γρήγορα άρχισε να γελάει με σπασμούς, και πριν προλάβει να ακούσει το τέλος του ποιήματος, εξέπνευσε.

Όταν ο γελωτοποιός συνειδητοποίσε τι έκανε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Δεν είχε κλάψει ποτέ μέχρι τότε και - μέσα στην συντριβή του - έκανε την σκέψη ότι και το κλάμμα έχει μια ηδονιστική πλευρά. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του, απεβίωσε. Έπασχε και αυτός από μια σπάνια ασθένεια: δεν έπρεπε να κλάψει ποτέ στην ζωή του, λόγω αδύναμης καρδιάς. Για αυτό και η μάνα του από μικρό τον προόριζε για γελωτοποιό και τον ανέθρεψε με ανέκδοτα και με γκριμάτσες.