Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Πολιορκία

Μετά από οχτώ χρόνια στενής πολιορκίας νιώθουμε τις δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν. Το στράτευμα δεν διαθέτει άλλες ψυχικές αντοχές. Ο ανεφοδιασμός έχει καταστεί αδύνατος. Τρώμε αδέσποτα γατιά και σκυλιά. Σβήνουμε την δίψα μας σε λασπόνερα. Λοιμοί, πανούκλα και μολύνσεις μας αποδεκατίζουν. Πολλοί σύντροφοι μιλάνε μόνοι τους κατά τις λιγοστές ώρες της ανάπαυσης. Άλλοι έχουν ήδη λιποτακτήσει. Ενώ σχεδόν όλοι βρισκόμαστε υπό το κράτος μιας τρέλας που έχει γεμίσει το μυαλό μας ομίχλες: δεν ξέρουμε πια αν είμαστε οι πολιορκητές ή οι πολιορκημένοι.

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Οι Συνομιλητές

Οι συνομιλητές δεν έδιναν σημασία στους γύρω. Απορροφημένοι στην κουβέντα τους δεν έβλεπαν καν ότι ο κόσμος άλλαζε. Συνέχισαν να μιλάνε για χρόνια, για πράγματα που άλλαζαν, ενώ η γλώσσα τους παρέμενε ίδια. Έτσι ενώ παλιά “έρωτας” σήμαινε κάτι θετικό, με την πάροδο των χρόνων και την μετατόπιση των εννοιών, πήρε πολύ αρνητική σημασία. Τώρα “έρωτας” σήμαινε θεομηνία και ο κόσμος έτρεχε να κρυφτεί στο άκουσμά του. Καθώς οι συνομιλητές προφέραν δυνατά αυτήν την λέξη, όπως και άλλες ανάλογες προκλήθηκε χάος στην πόλη.

Οι συνομιλητές γύρισαν και διαπίστωσαν ότι ο κόσμος είχε αλλάξει, ενώ η γλώσσα τους παρέμενε ίδια. Με αίσθημα ευθύνης και σε κατάσταση μεγάλης περισυλλογής διέκοψαν την άσκοπη συζήτηση και αρχίσανε να φωνάζουν ακατάληπτες λέξεις στην προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν την τάξη. Τώρα λέξεις όπως “φρίκη”, “βοήθεια” “απελπισία” κατευνάζανε τα πλήθη...

Τα δέντρα

Τα δέντρα που φυτέψαμε πριν είκοσι χρόνια, απαρτίζουν τώρα ένα όμορφο και σκιερό άλσος. Χαιρόμαστε να παραλληλίζουμε εκείνους τους ταπεινούς σπόρους με τους παλιούς μας κόπους στη μουσική και την λογοτεχνία. Κάποτε θα καεί αυτό το δάσος. Είτε από αμέλεια, είτε από πρόθεση θα γίνει παρανάλωμα του πυρός. Με στωικότητα και γαλήνη θα χαρούμε να παραλληλίσουμε το καμένο δάσος με παλιούς μας έρωτες.

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ραβδοσκόπος

Με συγκατάβαση και με περιφρόνηση αντιμετωπίζω τους συναδέλφους μου, ερασιτέχνες ραβδοσκόπους. Τους συναντώ σε παραλίες, αλλά και σε λαγκάδια και ερημιές , να περπατούν ασταμάτητα κρατώντας απαλά στα χέρια τους την ράβδο και να ψάχνουν για νερό, για χρυσό ή για άλλα πολύτιμα υλικά. Γελάω με την αγωνία τους. Με το βλέμμα που καίει. Με τα χέρια που τρέμουν.
Δεν γνωρίζουν οι καημένοι ότι η προσπάθειά τους είναι μάταιη. Η ράβδος δεν μπορεί να εντοπίσει στο υπέδαφος ούτε νερό, ούτε χρυσό, ούτε ασήμι. Αντιθέτως τρέμει, δονείται και αναταράσσεται όταν περνάει πάνω από μέρος όπου βρίσκονται θαμμένοι σκελετοί ζώων, κυρίως αλόγων.
Και τότε ποιο το νόημα; Θα αναρωτηθείτε. Μα και οι σκελετοί των αλόγων είναι κάτι άλλο από αυτό που νομίζουμε. Είναι τα θαμμένα μας ένστικτα. Αυτά που απωθήσαμε στα βάθη του εαυτού μας.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Νεκρό Ξενοδοχείο

Ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο είναι πιο επιβλητικό θέαμα και από εγκαταλελειμμένο ναό. Στον ναό που ερειπώθηκε βλέπουμε το γύρισμα των αιώνων, τον θάνατο του θεού, τους απέραντους κύκλους του χρόνου. Στο εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο παρατηρούμε το γύρισμα των στιγμών, χιλιάδες μικρούς θανάτους, την ανυπαρξία του χρόνου...

Τα νεκρά ξενοδοχεία είναι ιερά του χαμένου έρωτα. Και θα έπρεπε όλοι να τα τιμάμε αφήνοντας λουλούδια στις ξεχαρβαλωμένες πόρτες τους και κλαίγοντας πάνω από τα άγρια χορτάρια του αυλόγυρου.

Αλλά είναι και μνημεία σύγχρονων ερώτων – αφού δείχνουν την ματαιότητα σε όλο της το μεγαλείο. Ενώ καταδεικνύουν ότι και μετά την εγκατάλειψη, η ζωή, κατά κάποιο τρόπο, συνεχίζεται.

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Αμνησία

“Σβήνουν την μνήμη!” φώναξε ένα παιδί. Και πράγματι, ουρές με δεκάδες ανθρώπους που περίμεναν καρτερικά για να γίνουν αμνήμονες, συνωστίζονταν έξω από το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας.

Οι περισσότεροι, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, ήταν πρώην ερωτευμένοι που επιθυμούσαν απλώς να πάψουν να υποφέρουν. Λιγότεροι ήταν αυτοί που είχαν χάσει κάποιον δικό τους και ακόμα λιγότεροι όσοι είχαν εγκληματίσει.

Τους κοιτούσα με ηρεμία, με ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα που έκανε τα χείλη μου να συσπώνται. Είχα προβεί σε επέμβαση εδώ και μήνες. Από τότε διάγω σε κατάσταση ήπιας ευτυχίας και συγκρατημένου ενθουσιασμού. Θα με ρωτήσετε γιατί το έκανα; Ε, λοιπόν δεν γνωρίζω. Δε θυμάμαι, για την ακρίβεια! Αν και έχω βάσιμες υποψίες ότι επρόκειτο για μια συνηθισμένη υπόθεση ερωτικής απογοήτευσης...

Τώρα είμαι μια χαρά. Το μόνο μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι παραλύει και κάθε καλλιτεχνική λειτουργία μας. Αυτό είναι και το επίκεντρο της σφοδρής κριτικής που ασκούν κάποιοι συμπολίτες στη μέθοδο. Αν είσαι για παράδειγμα ποιητής, μετά την διαδικασία παύεις να αναμετριέσαι με τον στίχο. Μικρό το κακό, αν συνυπολογίσουμε τα τεράστια οφέλη στην ψυχική υγεία.

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Χίμαιρα

Το είδαν όλοι μες στο καφενείο ότι τα ρούχα μου ήταν σχισμένα και σκονισμένα, οι λεκέδες από αίμα ήταν επίσης ορατοί, και τα σημάδια της δίψας και της κακουχίας χαραγμένα στο πρόσωπο μου. Αυτό που δεν είδαν ήταν το κουφάρι της Χίμαιρας που κουβαλούσα μαζί μου. Ναι είμαι κυνηγός Χίμαιρας και ιδού τα αποτελέσματα του κυνηγιού μου. Τι κρίμα που δεν μπορεί κανείς να τα δει.

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Λαζάρ

Κάπου στην Καππαδοκία ζει ένας πολύ μεγάλος μάντης. Παλαιός καλόγερος. Τον λένε Λαζάρ. Είναι ο πιο φερέγγυος απ’ τους αστρολόγους. Το προσυπογράφει αυτό και η γιαγιά μου, που τον συνάντησε και τον ρώτησε για εφτά γενιές πριν και εφτά γενιές μετά. Για το πεπρωμένο που είχε, έχει και θα έχει το σόι μας στη διάρκεια των έξι αιώνων. Η προφητεία δυστυχώς κάηκε, όταν έγιναν οι μεγάλες πυρκαγιές το ’22. (Η ηλικία του μάγου είναι αδιευκρίνιστη, αλλά υπερβαίνει σίγουρα την περατότητα των θνητών ζωών μας.)

Ο Λαζάρ κατοικεί σε μια σπηλιά που την έχει διαμορφώσει έτσι ώστε να προσιδιάζει στο εσωτερικό ανθρώπινου σπιτιού, με σόμπα, κρεβάτι, τραπέζι, σεμεδάκια στους τοίχους, ελάχιστα αντικείμενα προσωπικής χρήσης. Τα αγρίμια δεν πλησιάζουν εκεί (επειδή είναι άγιος λένε οι περίοικοι) λόγω της έντονης δυσωδίας που αποπνέει το κορμί του κι έχει επικαθίσει στο χώρο χρόνια τώρα.

Είναι δύσκολο να τον βρεις. Αλλά αξίζει τον κόπο γιατί ξέρει πολλά μυστικά του κόσμου. Για πληρωμή δέχεται μόνο μέλι και σύκα. Αν και όχι σπάνια έχει την απαίτηση, απ’ τις γυναίκες που τον επισκέπτονται, να συνουσιάζονται μαζί του. (Κάποιοι λένε ότι το ίδιο ζητάει και από τους άντρες). Μετά τη συνουσία σου φανερώνει την μοίρα σου, δίνει λύση στις αρρώστιες, καλεί πνεύματα νεκρών, σώζει χαμένες ψυχές. Το κορμί του μοιάζει με λεπρού˙ στάζει πύον σε πολλά σημεία, κυρίως στα αυτιά και στα γεννητικά όργανα. Οι πέντε αισθήσεις του είναι πολύ εξασθενημένες, δεν έχει καν όσφρηση (γι’αυτό δεν τον ενοχλεί η αποφορά που αναδύεται από το σώμα του) δεν ξεχωρίζει εύκολα γεύσεις, δεν ακούει καλά, βλέπει θολά μόνο σκιές και φως, η θέαση του κόσμου γι’ αυτόν είναι σαν μια κινούμενη άμμος, φωτιές που σαλεύουν κουρτίνες που καίγονται δηλαδή μπροστά στα μάτια του. Όσο για την αφή του, προτιμάει να μην αγγίζει τίποτα (γιατί πολλές φορές οι σάρκες του κολλάνε πάνω στα αντικείμενα).

Παρόλα αυτά έχει πολύ αναπτυγμένη την έκτη αίσθηση και, όπως υποστηρίζουν αυτοί που ξέρουν, και την έβδομη. Η έβδομη αίσθηση συναρτάται με την βαθιά σοφία που διακρίνει κάποιον ο οποίος έχει καθολική και ουσιαστική εποπτεία του κόσμου. Κάτι σαν την γνώση του Θεού δηλαδή.

Οι λάτρεις του Εωσφόρου που διαβιούν σε κάποια χωριά εκείνης της περιοχής μισούν και φοβούνται τον μάντη. Όταν περνάει απ’τα μέρη τους βουλώνουν τα στόματα των σκύλων τους με πατσαβούρια για να μην αλυχτούν και οιμώζουν. Κρύβουν τα παιδιά τους στα κελάρια. Τραγουδάνε παράφωνα όλοι μαζί και έχουν το βλέμμα τους καρφωμένο στο χώμα. Οι έγκυες γυναίκες περιβάλουν με μαντίλες τη μύτη τους για να μην τον μυρίσουν και ρίξουν το μωρό. Ενώ τα οικόσιτα ζώα που βρίσκονται σε εγκυμοσύνη τα θανατώνουν πάραυτα. Εξυπακούεται ότι ο μάντης Λαζάρ θεωρείται εχθρός των βρεφών και της νεόκοπης ζωής εν γένει

Με μια σκέψη του και μόνο μπορεί να παραλύσει ένα μοσχαράκι, αλλά και ολόκληρο ταύρο, αν το θέλει.

Οι προσκυνητές συρρέουν με δώρα και χοές να τον συναντήσουν, αλλά αυτό, όπως προείπα, είναι δύσκολο, γιατί πέρα απ’τον γεωγραφικά ασταθή τόπο κατοικίας του, οι φυσικοί του γείτονες (οι λάτρεις του Εωσφόρου) είναι πάντα απρόθυμοι να δώσουν συγκεκριμένες πληροφορίες. Η γιαγιά μου στάθηκε τυχερή, βοήθησε σ’αυτό και η πονηριά της. Έφτασε σ’εκείνη την περιοχή φορώντας αντί για φουστάνια, προβιά Κριού, με σκοπό να προκαταλάβει τους ντόπιους και να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Αυτοί εκτίμησαν θετικά τον συμβολισμό της χειρονομίας της και της έδωσαν (όχι βέβαια χωρίς κάποια δυσαρέσκεια) τις απαραίτητες πληροφορίες. Την προειδοποίησαν πάντως ότι ο μάγος σκιαζόταν τον Κριό, και ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στον Ιχθύ, που τον τιμούσε αδιαλείπτως με προσευχές και θυσίες.

Κατά βάθος πίστευαν ότι ο μάγος δεν ήταν άλλος απ’τον ίδιο τον Λάζαρο τον Γαλιλαίο που ανέστησε κάποτε ο Ιησούς Χριστός στα θαυμαστά χρόνια της προσωπικής του εποποιίας. Και ήταν τέτοιου βεληνεκούς μάντης επειδή γνώριζε καλά και τον κόσμο του θανάτου και τον κόσμο της φθαρτής εφήμερης ζωής. Τον κόσμο του θανάτου, ως ένας κοινός νεκρός. Τον κόσμο της ζωής, ως ένας άβουλος αποσπασμένος, σχεδόν βίαια εκχερσωμένος απ’τον θάνατο, εξαιτίας της πανίσχυρης βούλησης του φίλου του, του Ιησού, ο οποίος χωρίς να ρωτήσει την γνώμη του τον έπεμψε πάλι πίσω στον τόπο του μαρτυρίου, των στεναγμών και της ελπίδας, στη γη. Κι ενώ όλοι οι άνθρωποι της εποχής του χάθηκαν, έφυγαν ένας ένας για την άλλη πατρίδα φίλοι, συγγενείς, οι αδελφές του, οι κοπέλες που αγάπησε, αυτός ξέμεινε εδώ. Εγκαταλελειμμένος. Η τρομερή εξαίρεση του θεού. Είναι αδύνατο να πεθάνει στον αιώνα τον άπαντα, ούτε με αυτοκτονία ούτε με κανέναν άλλο τρόπο. Ο Θεός δεν μπορεί να αναστείλει την εντολή του. Φαντάζεστε να ζούσαμε σε ένα σύμπαν μ’έναν αναποφάσιστο Θεό, που κάθε στιγμή μετανιώνει για ότι κάνει;

- Η γιαγιά μου, λοιπόν, τον αντάμωσε στουπί μέσα στη σπηλιά του. Αυτός διαισθάνθηκε την παρουσία της και την κάλεσε κοντά του. Οινοβαρής καθώς ήταν μπέρδευε τα λόγια του και σε συνδυασμό με την αδιάκοπη μαστούρα που είχε, τα σάλια του τρέχαν ξεδιάντροπα ως κάτω. Η γιαγιά μου ένιωσε φρίκη αλλά τον πλησίασε. Αυτός την διέταξε να του κάνει στοματικό έρωτα. Τότε αυτή ενέσκυψε στα γεννητικά του όργανα προσποιούμενη θωπείες και ακκισμούς, και βγάζοντας ένα μαχαίρι απ’τον κόρφο της του ‘κοψε αστραπιαία τους όρχεις. Ο μάντης ούρλιαξε απ’τον πόνο κι έπεσε σε σπασμούς. Η γιαγιά μου τραβήχτηκε σε μια σιωπηλή άκρη της σπηλιάς κραδαίνοντας θριαμβευτικά τη λεία της «Αν θες να τα πάρεις πίσω θα μου πεις ότι σου ζητώ! Αλλιώς θα τα πετάξω στη έρημο!» . Ο μάντης αφού την καταστόλισε με αστείρευτα αποθέματα υβρεολογίου (διαφόρων γλωσσών), επανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. «Πέταξέ τα, φάτα, κάντα ότι θες. Καταραμένη να ‘σαι. Εσύ και το αίμα σου για εφτά γενιές πριν και εφτά γενιές μετά. Καμιά γυναίκα δεν τόλμησε έως τούδε να πράξει τέτοια ιεροσυλία. Από δω και πέρα θα αναγκαστώ να ζήσω και γω ως γυναίκα. Και αφού δεν μπόρεσα να πεθάνω άντρας, ίσως τελικά πεθάνω γυναίκα. Για το καλό που μου ‘κανες θα απαντήσω σε ότι με ρωτήσεις. Ωστόσο, την κατάρα δε την παίρνω πίσω.»

Έτσι λοιπόν έγιναν τα πράγματα και το σόι μου είναι στιγματισμένο απ’αυτήν την κατάρα. Δυστυχώς δεν ξέρουμε ποιους δρόμους και ποιες μορφές θα πάρει για τον καθένα μας προσωπικά η κατάρα. Οι απαντήσεις δίνονται στην προφητεία, η οποία, όπως είπα, πάπυρος ήταν και κάηκε. Έτσι όταν μαθαίνουμε ότι κάποιος απ’το σόι μας είχε ατιμωτικό θάνατο, ή του ‘ρθε μια ανίατη αρρώστια, ή του συνέβη ένα φρικτό ατύχημα, το ανάγουμε στον μάντη και στο επεισόδιο που εκτυλίχτηκε ανάμεσα σ’αυτόν και την γιαγιά μου.

Φορισμός

... Όταν η γιαγιά μου, απ'την πλευρά της μάνας μου, ήταν νέα, προοριζόταν ναπαντρευτεί με έναν νεαρό, γόνο πολύ γνωστής και δεινής οικογένειας κλεφτών. Αυτοί οι κλέφτες λυμαίνονταν με τις αρπαγές και τις λεηλασίες τους όλη την περιοχή και οι Βλάχοι νοικοκυραίοι τους αντιπαθούσαν, αλλά τους φοβούνταν. Έτσ ιδεν επιστράτευαν καμιά οργανωμένη επιχείρηση για να καταστείλουν την δράση και να τερματίσουν τα απηνή έργα των ληστών. Είχαν εναποθέσει τις ελπίδεςτους μόνο στη θεία δίκη.

Το προξενιό της γιαγιάς μου έγινε βάση του εθιμοτυπικού που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Έμοιαζε περισσότερο με σύναψη οικονομικής συμφωνίας. Οι δυο πεθεροί συναντήθηκαν και άρχισαν τις διαπραγματεύσεις. Βάλανε αμφότεροι εχέγγυα για τον γάμο κάποια τιμαλφή, κοστολόγησαν την προίκα της γιαγιάς μου, τους σικυώνες, τις ντοματιές, τους αμπελώνες, ζυγοστάθμισαν τα οφέλη που θα παρείχε η μία οικογένεια στην άλλη, την υποστήριξη, την εμπορική εκμετάλλευση ως προς την εξαγωγή τυριού, γάλακτος, κρέατος. Ο πατέρας του γαμπρού υπολόγιζε πολύ στο ότι ένας τέτοιος γάμος θα νομιμοποιούσε τρόπον τινά την οικογένεια του στα μάτια των συγχωριανών και θα άμβλυνε την πασιφανή εχθρότητά τους. Ο δε πατέρας της νύφης διέβλεπε πως η κόρη του θα βολευόταν άριστα σε ακριβοθώρητη μάλιστα θέση μέσα σε ένα περιβάλλον ευμάρειας και άνεσης στα δύσκολα εκείνα χρόνια της γενικευμένης, καθολικής ανέχειας. Αφού τακτοποίησαν λοιπόν τα θέματα οι δυο πεθεροί, έδωσαν οριστικά τα χέρια.

Η γιαγιά μου φυσικά όταν πληροφορήθηκετην κατάσταση εξεγέρθη και με παρρησία αντιτάχθηκε στον πατέρα της. «Σεβαστέ πατέρα και αφέντη» του είπε «ο γάμος που σχεδίασες θα γίνει χωρίς νύφη. Γιατί θα φύγω στο βουνό πριν βγει η νέα σελήνη». Ο άτεγκτος σ'αυτά τα ζητήματα πατέρας της δε σήκωνε απειλές. Την κλείδωσε σ'ένα ντουλάπι μέχρι την ημερομηνία του γάμου και την λογοδώσανε ερήμην της.

Τότε, όμως, συνέβη ένα γεγονός που ανέτρεψε όλα τα σχέδια.

Η οικογένεια του γαμπρού οργάνωσε και πραγματοποίησε μια μεγαλειώδη ληστεία στο μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου που ήταν χτισμένο σε μια χαράδρα λίγα χιλιόμετρα πέρα απ'το χωριό. Τα λάφυρα που αποκόμισαν ήταν δωρεές και τάματα που είχαν προσπορίσει στο μοναστήρι πιστοί και προσκυνητές καθ' όλα τα χρόνια της λειτουργίας του. Λογάριασαν όμως χωρίς τον νοικοκύρη. Στην προκειμένη περίπτωση νοικοκύρης ήταν ο Ηγούμενοςτης μονής, ένας πανίσχυρος μαύρος μάγος που έκρυβε την σκοτεινή του ιδιότητα κάτω από ράσα και άμφια. Και πίσω απ'τους χρυσούς σταυρούς κάλυπτε τους θύρσους και τις καθαγιασμένες ράβδους.

Μόλις αντιλήφθηκε την ληστεία συγκάλεσε αμέσως τελετή και επίκληση των πνευμάτων.Έριξε "φορισμό" στους δράστες και κατάρες άθραυστες σ' αυτούς και σ'όσους συσχετίζονταν μ' αυτούς. Βαρύ και κρύο θανατικό σαν πάχνη έπεσε στην οικογένεια του γαμπρού και σταδιακά την αποδεκάτισε.Όλα τα αδέλφια πέθαναν, άλλος πατώντας ξεχασμένη νάρκη, άλλος πέφτοντας σε γκρεμό, άλλον τον φάγανε οι λύκοι και άλλον τον κατασπάραξαν τα πρόβατα. Ο παραλίγον σύζυγος της γιαγιάς μου σκοτώθηκε από χαλάζι. Μόνο οι γονείς μείνανε εν ζωή για να εκπληρώσουν την απάνθρωπη τιμωρία τους: να θάψουν ένα ένα τα παιδιά τους.

Η γιαγιά μου δεν πρόλαβε να χαρεί την διάλυση του ανεπιθύμητου αρραβώνα της. Η κατάρα του Ηγούμενου ήταν έτσι πλασμένη ώστε να την επηρεάσει και αυτήν. Μια μέρα λοιπόν που επέστρεφε απ'τα κτηνοτροφικά της καθήκοντα μαζί με τα δυο μικρότερα αδέλφια της, πάνω στ'άλογα,χτυπήθηκε μέρα μεσημέρι από κεραυνό.Έχασε τις αισθήσεις της κι έμεινε λιπόθυμη για ώρες. Ύστερα συνήλθε και μουδιασμένη συνέχισε τον δρόμο προςτην εστία.

Η κατάρα εξασθενημένη ως προς τα πρόσωπα που σχετίζονταν με τους ληστές, δεν προκαλούσε πλέον άμεσο θάνατο, αλλά έφερνε άλλες ζημιές και βάσανα. Το ηλεκτρικό φορτίο που διαπέρασε την γιαγιά μου, φόρτισε αρνητικά το αίμα της. Οι χαρτορίχτρες του χωριού αποφάνθηκαν ότι τα παιδιά που έμελλε να γεννήσει θα έρχονταν στον κόσμο δυστυχισμένα και τα εγγόνια της ακόμα πιο δυστυχισμένα. Ποιος άνδρας θα διακινδύνευε να την νυμφευτεί μετά απ'όλα αυτά; Ευτυχώς εμφανίστηκε ένας γενναίος, χλευαστής των μύθων και των δοξασιών, ο παππούς μου, που την πήρε για γυναίκα αψηφώνταςτις θρυλούμενες ιερεμιάδες, κι έτσ ι βγήκαμε εμείς, το σόι μου.

Είμαστε όντως δυστυχισμένοι; Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Γητευτής φιδιών

Σε παλιότερες εποχές υπήρχαν άνθρωποι που επικοινωνούσαν με τα ερπετά. Ο πεθερός της γιαγιάς μου ήταν ένας από αυτούς. “Διάβαζε τα φίδια” όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Και όντως κάπως έτσι ήταν. Έσκυβε στο χώμα και μουρμούριζε κάτι μαγικά λόγια, κρυφά χωρίς να ακούγεται. Σε λίγα δευτερόλεπτα μέσα από θημωνιές και κάτω από πουρνάρια, σέρνονταν προς το χέρι του λογής λογής φίδια (κυρίως οχιές που ευδοκιμούσαν σε εκείνη την βραχώδη περιοχή). Κούρνιαζαν στην αγκαλιά του και σαν υπνωτισμένα του επέτρεπαν να τα μαλάσσει και να τα χαϊδεύει ώσπου να βαρεθεί. Μια συναφής ικανότητα αυτού του προπαππού μου ήταν να θεραπεύει άλλα ζώα που τα δηλητηρίασε δάγκωμα φιδιού. Έπιανε το πόδι του πληγωμένου ζώου και υποτονθορίζοντας την μυστική συνταγή του, εξάλειφε το δηλητήριο απ’το αίμα. Η τέχνη αυτή, που οι απαρχές της ανάγονται σε περιόδους της προϊστορίας, δυστυχώς τείνει να χαθεί. Ο πρόπαππούς μου δεν δίδαξε σε κανένα απ’τα παιδιά του και τα εγγόνια του την μαγική του μέθοδο. Πάντως αν και ετύγχανε της γενικής εκτιμήσεως και συμπάθειας, οι συγχωριανοί του δεν μιλούσαν άνετα για την ικανότητά του, παρά μόνο κρυφά και με μυστικοπάθεια. Η ίδια η γιαγιά μου έδειχνε σα να ντρεπόταν όταν (πολύ σπάνια) μιλούσε για αυτό – παρόλο που θαύμαζε και αγαπούσε τον πεθερό της. Αυτή η συστολή εξηγείται με βάση την πανάρχαιη δυσπιστία που δείχνουν οι άνθρωποι απέναντι στην σκοτεινή Θρησκεία του Όφεως, στις τελετουργίες της οποίας προφανώς περιλαμβάνονταν και ανθρωποθυσίες. Με την πάροδο των χρόνων οι λατρευτικές εκδηλώσεις της εν λόγω θρησκείας περιθωριοποιήθηκαν και σταδιακά εξασθένησαν. Οι χθόνιες θεότητες αντικαταστάθηκαν με ουράνιες στη συνείδηση του κόσμου. Ο απόηχος της λατρείας των φιδιών πέρασε στις λαϊκές παραδόσεις, στα τραγούδια, σε χορούς, στη μαγεία.

Ο Οφιούχος όμως εκτός από πανωλέτειρα θεότητα, ήταν και αντίδοτο των νόσων. Είχε και τη θετική του πλευρά. Αυτήν χρησιμοποιούσε ο πρόπαππούς μου για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Και μεγάλη ευγνωμοσύνη του χρωστάνε οι συγκαιρινοί του αφού έσωσε τα ζώα των κοπαδιών τους πλείστες όσες φορές από βέβαιο θάνατο (μια ευγνωμοσύνη που ο ίδιος δεν καταδέχτηκε να εξαργυρώσει ποτέ, με κανέναν τρόπο).

Όταν απεβίωσε κι αυτός, πλήρης ημερών, αφηγούνται κάποιοι το εξής παράδοξο. Στην λιτανεία της κηδείας του, μαζί με τους φίλους και συγγενείς που τον συνόδευαν στην τελευταία κατοικία του, συμπορεύονταν ανάμεσα στα πόδια τους και δεκάδες φίδια, όλων των ειδών, περίλυπα και εντελώς άκακα. Την στιγμή της ταφής μάλιστα, τα φίδια αυτά επιδόθηκαν σε έναν ομαδικό θρήνο, ένα ανεπαίσθητο αλλά σπαρακτικό συριγμό.

Αν και, όπως προείπα, οι δίαυλοι επικοινωνίας με τα ερπετά παρέμειναν ερμητικά άγνωστοι, ένα περιστατικό που συνέβη λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του έδειξε ότι η ικανότητα αυτή μπορεί να είναι και κληρονομική. Ήταν ένα φθινοπωρινό απομεσήμερο όταν κάποιο απ’τα εγγόνια του πρόπαππού μου, ο Θεοχάρης, που δεν είχε ακόμη συμπληρώσει τα δύο έτη της ηλικίας του, καθόταν ανέμελο στην αυλή του σπιτιού του. Εκείνη την ώρα όλα τα μέλη της οικογένειας ασχολούνταν με διάφορες δουλειές, και κανείς δεν βρισκόταν εκεί να τον προσέχει. Όταν η αδελφούλα του βγήκε έξω να δει τι κάνει, με κατάπληξη αντίκρισε το βρέφος να κρατάει στα χέρια του και να παίζει με μια οχιά – ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκανε άλλοτε ο προπάππος μου.




Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Τατουάζ

Ο προπάππος μου ήταν περιβόητος σαντουριτζής. Εκτός από γάμους και πανυγύρια, τον καλούσαν επίσης να παίξει στις γέννες και στις αρρώστιες. Και ήταν τόσο γλυκό και μαγευτικό το παίξιμό του, που οι τοκετοί καθίσταντο τελείως ανώδυνοι με τη συνοδεία του σαντουριού του, ενώ οι αρρώστιες εγκατέλειπαν άρον άρον τα σακατεμένα σώματα των ετοιμαθανάτων. Ήταν τόσο αποτελεσματικός που είχε παραγκωνίσει σε μεγάλο βαθμό τις μαίες και τους μάγους, οι οποίοι βέβαια τον φθονούσαν και πολύ συχνά με ξόρκια και μαγγανείες επιβουλεύονταν την ζωή του και κατεργάζονταν το κακό του. Αλλά καμιά κατάρα δεν έπιανε στον προπαππού μου, λες και όταν έπαιζε το σαντούρι του, άγγελοι με μακριά σπαθιά συνασπίζονταν γύρω του για να τον προστατέψουν. Φυσικά ο περισσότερος κόσμος στα γύρω χωριά τον αγαπούσε και συναγωνίζοταν ποιος θα τον πρωτοπάρει στο σπίτι του να τον φιλέψει και να τον φιλοξενήσει. Έτσι τον τραβούσαν από δω και από κει, με αποτέλεσμα ο καϋμένος, να βλέπει πολύ λίγο πια την οικογένειά του, αφού σχεδόν ποτέ δεν έμενε στο σπίτι του. Η πρόγιαγιά μου αναθεμάτιζε την ώρα και την στιγμή που τον παντρεύτηκε. Ζήλευε το σαντούρι και πικραινόταν που ο άντρας της έδινε πιο πολλή σημασία σε αυτό, παρά σ' εκείνη και τα παιδιά τους. Παρόλα αυτά ήξερε ότι εξαιτίας του οργάνου τίποτα δεν έλειπε από το σπίτι και ζούσανε άνετα και πλουσιοπάροχα και δίχως να χρειάζεται η ίδια να δουλεύει στα ζώα ή στα χωράφια.

Περνούσαν χρόνια έτσι. Η φήμη του προπάππου μου εξαπλωνόταν σε όλο και περισσότερα μέρη. Οι μάγοι και οι άτιμες ξεδοντιάρες μαίες κάνανε μυστικά συμβούλια για να δουν πως θα τον εξουδετερώσουν, αλλά δεν καταφέρνανε τίποτα. Ο πρόπαππούς μου έπαιζε ασταμάτητα όπου τον καλούσαν. Και τα παιδιά γενιόντουσαν υγειή, οι σοδειές βγαίναν πλούσιες, οι άρρωστοι θεραπεύονταν.

Ώσπου μια μέρα, μια άσχημη τσιγγάνα, νόθο παιδί του αρχιμανδρίτη, και δεξιοτέχνις στα μαγικά έργα που τα είχε διδαχθεί από τον μπαμπά της (ο οποίος, λένε κάποιες πηγές, ότι υπήρξε και εραστής της), βρήκε τη λύση μέσα στο μαύρο συμβούλιο. Κοινοποίησε στους άλλους το σχέδιό της και εισπράττοντας μάλλον μουδιασμένες, αν όχι καχύποπτες αντιδράσεις, αποφάσισε να το θέσει σε εφαρμογή μόνη της. Ζήτησε όμως από το συμβούλιο να σφάξουν αρνιά γι αυτήν και να την ευλογούν καθώς θα πλένεται στο αίμα τους. Όπερ και έγινε τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας, εφόσον ευνοούσε η πανσέληνος στο Ζυγό. Μετά την τελετή της δώσανε και κάποια αγιασμένα φυλαχτά να κουβαλάει για καλή τύχη μαζί της και ξεκίνησε καρφί για το χωριό του προπαππού μου, τις Μουριές.

Έτασε χαράματα η σκοτεινή μαντατοφόρος και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια βρήκε αμέσως την οικία του προπαππού μου, ο οποίος ως συνήθως βέβαια έλειπε από εκεί.

Χτύπησε την πόρτα προσποιούμενη την γυρολόγο που πουλάει μαγικά φίλτρα και ερωτικά μαντζούνια. Η εύπιστη και ανασφαλής προγιαγιά μου φυσικά της άνοιξε με έντονο ενδιαφέρον για το εμπόρευμά της, το οποίο και της παρουσίασε με ευφράδεια δημοσιογράφου τηλεπαρουσιαστή, η τσιγγάνα. Προθυμοποιήθηκε δε να της διαβάσει και το χέρι. Εκεί, η πονηρή τσιγγάνα σκοτείνιασε και με σκυθρωπό ύφος άρχισε να μουρμουρίζει: “Α κυρία εσύ δύσκολες στιγμές περνάς και θα περάσεις ακόμα πιο δύσκολες” “Αχ”, αναστέναξε η αφελής πρόγιαγιά μου “πες το ψέματα!” Και η πικρόχολη γύφτισσα συνέχισε: “Ο άντρας σου είναι μακριά, αν και δεν είναι έμπορος ή ναυτικός.”

Ναι! Μουσικός είναι!” ξεφώνισε η προγιαγιά με ενθουσιασμό. “Το βλέπω” είπε η μάγισσα “γυρίζει σε πόλεις και χωρια και σπίτι του δεν έρχεται καθόλου. Κάνει και θαύματα. Ο κόσμος τον αγαπά. Σύντομα μια μεγάλη δυστυχία σου ετοιμάζει αυτός ο άντρας... Θα φέρει μια νέα γυναίκα εδώ και θα σε πετάξει στο δρόμο εσένα και τα παιδιά σου!” “Τι λες τρελή;” ούρλιαξε με πόνο και θυμό η πρόγιαγιά μου. “Το χέρι σου το λέει κυρία, όχι εγώ!” Η πρόγιαγιά μου τράβηξε το χέρι της και άρχισε να κλαίει μονολογώντας “...το ήξερα εγώ, το ήξερα εγώ”. Μαζεύτηκε, ένας μπόγος μαύρα ρούχα έγινε. Και τότε η τσιγγάνα, προσπαθώντας να κρύψει την ικανοποίησή της πέρασε στο τελικό στάδιο του σχεδίου της. Είπε στην πρόγιαγιά μου ότι ο μοναδικός τρόπος να κρατήσει τον άντρα της κοντά της ήταν ο εξής: θα ζωγράφιζε δύο τατουάζ στο δέρμα με μια ειδική μπλε μπογιά. “Τι σχέδια;” ρώτησε προβληματισμένη η ωραιοπαθής πρόγιαγιά. “Δυο αγκαθωτοί θάμνοι, ένας σε κάθε σου μπράτσο” σφύριξε η τσιγγάνα “μόλις ο άντρας σου σε πλησιάσει, δεν θα ξεκολλάει από σιμά σου.” Η πρόγιαγια χωρίς ιδιαίτερη σκέψη δέχτηκε και η μάγισσα έβγαλε τα σύνεργά για να της χτυπήσει τα δύο τατουάζ. Ποιος ξέρει ποια να ήταν αλήθεια τα συστατικά εκείνης της μπλε μπογιάς; Κάποιοι λένε ότι το κυανό χρώμα το ώφειλε σε ανίερη μίξη λιωμένων φολίδων δέρματος φιδιού με κρόκο από αυγά κοράκου. Αλλά τέτοιες άθλιες συνταγές αποτελούνται από πολύ περισσότερα υλικά και αν δεν είσαι γνώστης της μαγικής τέχνης, δεν μπορείς ούτε καν να τα υποπτευθείς.

Τέλος πάντων τα τατουάζ ολοκληρώθηκαν. Η μάγισσα έφυγε και η προγιαγιά μου περίμενε με προσμονή τον άντρα της, ο οποίος χρειάστηκε κάποιες μέρες ακόμα για να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού του, από τους μακρινούς τόπους. Μόλις έφτασε, η γυναίκα του του έβαλε να φάει, τον μπάνισε και αμέσως τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα για να κάνουν έρωτα. Καθώς την έγδυνε, ο πρόπαππούς μου πρόσεξε στο φως του κεριού τα δυο σχέδια που είχαν εμφανιστεί στους ώμους της. “Τι είναι αυτά τα τατουάζ, Άννα;” ρώτησε σαστισμένος. “Αγκάλιασέ με και θα δεις” του είπε αυτή με προκλητικότητα. Μόλις ο ανίδεος άντρας έκανε να την αγκαλιάσει, οι δυο ζωγραφιές των ώμων της μετατράπηκαν σε αληθινά μπλε αγκάθια και του τρύπησαν τα χέρια. Βόγκηξε από τον ξαφνικό πόνο ο πρόπαππούς και τραβήχτηκε. Τα αγκάθια ξαναπήραν την δισδιάστατη μορφή τους. “Τι έκανες μωρή τρελή;” φώναξε αγανακτισμένος ο γερο – σαντουρτζής. Και τότε η γυναίκα του φοβισμένη, του αποκάλυψε όλα τα σχετικά με την εμφάνιση της τσιγγάνας και το αλισβερίσι τους. Ο πρόπαππούς μου έφερε το κερί κοντά στους ώμους της γυναίκας του για να παρατηρήσει τα σχέδια. Ήταν σαν φράκταλ. Μαύρες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό του κι έγυρε να κοιμηθεί. Η δε γυναίκα του έμεινε άγρυπνη κλαίγοντας όλο το βράδυ.

Το κακό όμως εκδηλώθηκε το άλλο πρωί. Όταν ο προπαππούς μου έβγαλε το σαντούρι από την θήκη για να μελετήσει λίγο. Με φρίκη διαπίστωσε ότι η μουσική που έβγαζε ήταν μια κακόηχη, δίχως κανένα νόημα και καμιά μελωδία, φασαρία, μια στριγγλή, άρρυθμη κακοφωνία που μπέρδευε αναίτια μουσικές κλίμακες, διέσεις και υφέσεις, και όλο αυτό το συνοθύλευμα ήχων παρήγαγε μια φρικτή δυσαρμονία που σ' έκανε, ακούγοντάς το, να θέλεις να βουλώσεις τα αυτιά σου. Άφησε τις μπαγγέτες σοκαρισμένος. Έτρεχε ιδρώτας από το μέτωπό του. “Δεν είναι δυνατόν” σκέφτηκε. Ξαναπήρε τις μπαγγέτες και ξεκίνησε πάλι να παίζει. Τα ίδια και χειρότερα αποτελέσματα. Όλο το πρωινό προσπαθούσε. Το τρομερό ήταν ότι ενώ είχε όλες τις μελωδιές ξεκάθαρες στο μυαλό του, τα χέρια του σα να είχαν αυτονομηθεί και δεν δέχονταν πλέον εντολές από τον εγκέφαλο. Κοίταξε έντρομος τις μικρές στρογγυλές πληγές που του προξένησε το χθεσινοβραδινό άγγιγμα στις μαγικές ζωγραφιές της γυναίκας του. Για μερικές μέρες και για εβδομάδες ακόμα έζησε με την ελπίδα πως όταν οι πληγές επουλωθούν θα ξαναβρεί την φόρμα του. Μάταια. Φώναξε μάγους πληρώνοντάς τους χρυσάφι για να τον γιατρέψουν, τους εχθρούς του φώναξε, αλλά αυτά τα μαύρα σκυλιά φυσικά δεν τον βοήθησαν καθόλου, μόνο χαιρέκακα γελούσαν κάτω από τα μούσια τους.

Αφού απήυδησε μετά από πολύ καιρό, και το πήρε απόφαση ότι λυτρωμό δεν είχε, σηκώθηκε ένα πρωί, πήρε το σαντούρι του και το πέταξε μες στο πηγάδι της αυλής. Και έφυγε χωρίς να πει γεια σε κανέναν. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κάποιοι είπαν ότι πήγε στην Βουλγαρία και κει ίδρυσε μια νέα θρησκεία. Η πρόγιαγιά μου συγκλονισμένη από τα γεγονότα που προκάλεσε η απερισκεψία της, πρόσταξε τα παιδιά της να κατεβούν με σχοινιά στο πηγάδι και να βγάλουν το σαντούρι, να το επισκευάσουν και να μάθουν να το παίζουν. Ευχή και κατάρα τους έδωσε να μην το αφήσουν ποτέ από τα χέρια τους και κάθε αρσενικός απόγονος να μαθαίνει την τέχνη από τον προκάτοχό του, για πάντα, μέχρι το τέλος του χρόνου. Μέχρι το τέλος όπου δεν θα υπάρχουν πια σαντούρια, μάγισσες, γυναίκες, άντρες.

Επίσης μην αντέχοντας να βλέπει τις δυο ζωγραφιές της δυστυχίας της σταμπαρισμένες δια βίου πάνω της, αποφάσισε να αυτοακρωτητριαστεί, να κόψει σύρριζα τα χέρια της από τους ώμους και κάτω. Αλλά επειδή μόνη της δεν μπορούσε, και επειδή κανένας συγγενής δε δεχόταν να αναλάβει την ευθύνη τέτοιας αποτρόπαιης πράξης, απευθύνθηκε στον δήμιο της περιοχής. Ακόμα και αυτός αρνήθηκε λέγοντάς της ότι για να της κόψει τα χέρια, χρειαζόταν να πάρει την σχετική εντολή από το Δικαστήριο, πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να ακολουθηθεί μια αλληλουχία γεγονότων: αξιόποινη πράξη, σύλληψη, δίκη, καταδίκη, ποινή.

Η πρόγιαγιά μου η Άννα, ποτέ δεν είχε παρανομήσει, αλλά τώρα μια μακάβρια ιδέα της σφηνώθηκε στο μυαλό. Άλλωστε ήταν ηττημένη, προδωμένη, απελπισμένη, έτοιμη για όλα. Έτρεξε λοιπον στο χωριό που κατοικούσε εκείνη η γύφτισσα, που της είχε προξενήσει τόση δυστυχία. Αυτή κατοικούσε σε μια σπηλιά, λίγο έξω από το χωριό. Η πρόγιαγιά μου εισέβαλε στο βρώμικο σπήλαιο αιφνιδιαστικά και αθόρυβα. Η μάγισσα εκείνη την στιγμή μαγείρευε το φαί της. “Με θυμάσαι Χάρυβδη!” ξεφώνισε η πληγωμένη συμβία του προπαππού μου “Κοίτα με καλά! Γιατί εγώ είμαι η τελευταία εικόνα που βλέπεις από αυτόν τον κόσμο!” Και χιμώντας σαν ύαινα πάνω της, της εξόρυξε με τα ίδια της τα χέρια, πριν προλάβει η θλιβερή μάγισσα να αντιδράσει, τα μάτια. Τα πήρε στην χούφτα της κι έφυγε, αφήνοντας την δυστυχή τσιγγάνα να σφαδάζει στους πόνους και στην φρίκη.

Ιδρωμένη, σκονισμένη και λερωμένη, έφτασε η πρόγιαγιά μου μετά από ώρες ποδαρόδρομο μπροστά στην πόρτα του Δικαστή. Χτύπησε και όταν της άνοιξε ο σοφός θεράπων της Θέμιδος, του πέταξε τα ζουμερά, εξορυγμένα μάτια στα πόδια. “Κοίτα τι έκανα!” του είπε “Ήρθα να παραδοθώ!” κι έπειτα κατέρευσε.

Η ποινή που προβλεπόταν από το νόμο για το αδίκημά της ήταν, κανονικά, ακρωτηριασμός των άνω άκρων συν τύφλωση. Αλλά λόγω πολλών ελαφρυντικών που προσκόμισαν οι δικηγόροι της, η ποινή περιορίστηκε στο πρώτο σκέλος. Έτσι έγινε το θέλημα της πρόγιαγιάς μου.